-
1 οξυνω
1) заострять, обострять(τέν αἴσθησιν Anth.)
2) делать кислым3) раздражать, сердить(στόμα τινός Soph.; ἀκούσας καὴ ὀξυνθείς Her.)
-
2 οξύνω
(αόρ. όξυνα, παθ. αόρ. οξύνθηκα) μετ.1) заострять, делать острым; 2) перен. заострять; обострять; делать напряжённым;οξύνω την κριτική — заострять критику;
οξύνω τίς σχέσεις — обострять отношения;
οξύνω τα πάθη — разжигать страсти;
οξύνω την ένταση — нагнетать напряжённость;
οξύνθηκαν τα πράγματα — положение обострилось; — дела ухудшились;
3):οξύνω τη φωνή — закричать пронзительным голосом
-
3 οξύνω
[оксино] р. обострять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οξύνω
-
4 οξύνω
[оксино] ρ обострять. -
5 αποξυνω
1) делать острым, заострять(ἐρετμά Hom.; μοχλόν Luc.; ὕπερος ἀπωξυσμένος, но ἀπωξυμμένη κεραία Polyb.)
2) делать резким, пронзительнымἀ. τέν φωνήν Plut. — повышать голос
-
6 παροξυνω
(ῡ) (fut. παροξῠνῶ)1) поощрять, ободрять2) возбуждать, подстрекать(ἐπὴ τὸν πόλεμον Isocr.; πρὸς τέν στρατείαν Polyb.; τινὰ ἐπὴ μάχην Plut.)
παρωξυμμένος Lys. — охваченный страстью3) раздражать, ожесточать, озлоблять(φρένα τινός Eur.)
παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ NT. — он возмутился4) грам. ставить острое ударение на предпоследнем слоге -
7 συνοξυνω
(ξῡ)1) делать остроконечным, заострять(τὸ κέντρον Polyb.)
2) грам. вместе помечать острым ударением -
8 χρώμα
τό1) цвет, окраска;ανοιχτό (σκούρο) χρώμα — светлый (тёмный) цвет;
ο τόνος τού χρώματος оттенок цвета, тон;ανοιχτά χρώματα светлые тона; τα χρώματα της ίριδος цвета радуги; κύρια χρώματα основные цвета; 2) краска; εικόνες με χρώματα цветные картинки; 3) румяна;βάζω χρώμα στα μαγουλά μου — румяниться;
4) краска, румянец;τό χρώμα της ντροπής — краска стыда;
5) цвет лица;έχω καλό χρώμα — иметь хороший цвет лица;
έχει ωραία χρώματα у неё прекрасный цвет лица;αλλάζω χρώμα — меняться в лице;
6) перен. краски, выразительность;ο λόγος του εστερείτο χρώματος его речь лишена красок, выразительности; 7) колорит;τοπικό χρώμα — местный колорит;
8) муз. тон;χρώμα του ήχου — тембр, окраска звука;
§ μου κόβει το χρώμα — или χάνω το χρώμα μου — бледнеть, становиться бледным как полотно;
κόβω ( — или χάνω) το χρώμα — выцветать, выгорать;
κάνω ( — или παίρνω) χρώμα — а) разрумяниться (о человеке); — б) принимать красивую окраску;
πήρε χρώμα το ψητό — жаркое подрумянилось;
οξύνω τα χρώματα сгущать краски
См. также в других словарях:
οξύνω — οξύνω, όξυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὀξυνῶ — ὀξύνω Acut. (Sp.) fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύνω — ὀξύ̱νω , ὀξύνω Acut. (Sp.) aor subj act 1st sg ὀξύ̱νω , ὀξύνω Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg ὀξύ̱νω , ὀξύνω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg ὀξύ̱νω , ὀξύνω Acut. (Sp.) aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύνω — (ΑΜ ὀξύνω) [οξύς] 1. κάνω κάτι κοφτερό, αιχμηρό, ακονίζω 2. γραμμ. τονίζω με οξεία μια συλλαβή, οξυτονώ 3. δίνω σε κάτι ξινή γεύση, τό καθιστώ ξινό 4. (σχετικά με πόνο) καθιστώ έντονο 5. μτφ. α) καθιστώ κάτι οξύ, διαπεραστικό («οξύνω τη φωνή») β) … Dictionary of Greek
οξύνω — όξυνα, οξύνθηκα, οξυμμένος 1. κάνω κάτι μυτερό. 2. μτφ., ερεθίζω: Οι σχέσεις τους οξύνθηκαν. 3. τονίζω λέξη με οξεία: Κάθε βραχεία συλλαβή οξύνεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὤξυντο — ὀξύνω Acut. (Sp.) plup ind mp 3rd sg ὀξύνω Acut. (Sp.) plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ὀξύνω Acut. (Sp.) plup ind mp 3rd sg ὀξύνω Acut. (Sp.) plup ind mp 3rd sg (homeric ionic) ὀξύνω Acut. (Sp.) plup ind mp 3rd pl (epic ionic) ὀξύνω Acut. (Sp.)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠξυμμένα — ὀξύνω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc pl ὠξυμμένᾱ , ὀξύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc/acc dual ὠξυμμένᾱ , ὀξύνω Acut. (Sp.) perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤξυνται — ὀξύνω Acut. (Sp.) perf ind mp 3rd sg ὀξύνω Acut. (Sp.) perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ὀξύνω Acut. (Sp.) perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυνεῖ — ὀξύνω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ὀξύνω Acut. (Sp.) fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυνθέντα — ὀξύνω Acut. (Sp.) aor part pass neut nom/voc/acc pl ὀξύνω Acut. (Sp.) aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυνούσης — ὀξύνω Acut. (Sp.) fut part act fem gen sg (attic epic) ὀξῡνούσης , ὀξύνω Acut. (Sp.) pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)