Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

άσχημη

См. также в других словарях:

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • Betty la fea — telenovela title = Yo Soy Betty, La Fea country = flagicon|Colombia Colombia| year = 1999 ndash;2001 network = RCN TV language = Spanish director = Mario Ribero producer = María Del Pilar cinematographer = Alirio Farfán writer = Fernando Gaitán… …   Wikipedia

  • Maria, i Aschimi — Maria,i Aschimi Genre Dramedy Created by Fernando Gaitán Starring Aggeliki Daliani Anthimos Ananiadis Antigoni Glikofridi Tasos Kostis Ariel Konstantinidi Hristos Plainis Filitsa Kalogerakou Aspasia Tzitsikaki Prodromos Tosounidis Hrist …   Wikipedia

  • Yo soy Betty, la fea — Directed by Mario Ribero Written by Fernando Gaitán Liliana Hernández Script by Fernando Gaitán …   Wikipedia

  • αρίδα — η (AM ἀρίς, ίδος) 1. το τρυπάνι 2. φρ. «ηύρε η αρίδα ρόζο» (για απροσδόκητο εμπόδιο) μσν. νεοελλ. η ρίγα, ο χάρακας του μαραγκού νεοελλ. 1. η κνήμη ή το πόδι γενικότερα 2. φρ. (συνήθως με σκωπτική σημασία) «απλώνω, ξαπλώνω, τεντώνω την αρίδα μου» …   Dictionary of Greek

  • βρομίζω — (Μ βρομίζω) 1. κάνω κάτι βρόμικο, λερώνω 2. μεταδίδω σε κάτι άσχημη μυρωδιά 3. αναδίδω άσχημη μυρωδιά 4. σαπίζω, αλλοιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), αναλογικά κατά τα ρήματα σε ίζω από τον αόρ. ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε ισα] …   Dictionary of Greek

  • κακονυχτίζω — (Μ κακονυκτίζω) 1. περνώ κακή, άσχημη νύχτα, δεν κλείνω μάτι όλη τη νύχτα («κακονύχτισε ο άρρωστος») 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να περάσει άσχημη νύχτα, δεν τόν αφήνω να κοιμηθεί («οι κανταδόροι μάς κακονύχτισαν χθες το βράδυ») 3. δεν ακολουθώ τους… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • ταγγή — η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν τάγγιση αρχ. είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ.… …   Dictionary of Greek

  • Καραγκιόζαινα — η η άσχημη γυναίκα τού Καραγκιόζη …   Dictionary of Greek

  • Οζόλαι — Ὀζόλαι, oἱ (Α) φυλή τών Λοκρών που ονομάστηκε έτσι, πιθανώς λόγω τής πολύ έντονης οσμής τών θειούχων πηγών που υπήρχαν στην περιοχή τους ή επειδή ζούσαν μαζί με αιγοβοσκούς και φορούσαν κατσικήσια δέρματα τα οποία ανέδιδαν άσχημη μυρωδιά. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»