-
1 ασκημ-
см. ασχημ\
См. также в других словарях:
κρεμάδα — η σταφύλι που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμ τού κρεμῶ + κατάλ. άδα, που απαντά συνήθως σε μετονοματικά παρ. (πρβλ. ασχημ άδα, λεμον άδα)] … Dictionary of Greek
τρελούτσικος — και παλ. τ. τρελλούτσικος, η, ο, Ν (κυριολ. και μτφ.) ο λίγο τρελός, παλαβούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. ασχημ ούτσικος)] … Dictionary of Greek