Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

άσχημ

См. также в других словарях:

  • κρεμάδα — η σταφύλι που φυλάγεται κρεμασμένο για να διατηρηθεί για πολύ καιρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμ τού κρεμῶ + κατάλ. άδα, που απαντά συνήθως σε μετονοματικά παρ. (πρβλ. ασχημ άδα, λεμον άδα)] …   Dictionary of Greek

  • τρελούτσικος — και παλ. τ. τρελλούτσικος, η, ο, Ν (κυριολ. και μτφ.) ο λίγο τρελός, παλαβούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. ασχημ ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»