Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

άθηνᾶ

  • 81 до

    до 1
    πρόθ. με γεν. (όριο)
    1. μέχρι, ως, εως•

    -последней капли крови ως την τελευταία ρανίδα αίματος•

    с головы до ног από το κεφάλι ως τα πόδια•

    от Москвы до Афин από τη Μόσχα ως την Αθήνα•

    от начала до конца από την αοχή ως το τέλος•

    ждать до вечера περιμένω, ως το βράδυ•

    отложить до возвращения αναβάλλω ως την επιστροφή•

    до сих пор ως τώρα•

    мая ως το Μάη•

    до завтра ως αύριο.

    2. πριν, προ, προτού•

    заплатить до срока πληρώνω πριν την προθεσμία•

    до обеда πριν το μεσημέρι ή πριν το γεύμα•

    до нового года ως το τέλος του χρόνου, πριν τον καινούριο χρόνο•

    до революции πριν την επανάσταση, προεπαναστατικά•

    -нашей эры πρίν.Χριστό•

    до отъезда πριν την αναχώρηση•

    до войны πριν τον πόλεμο, προπολεμικά•

    до темноты πρίν σκοτεινιάσει.

    3. (οριο, βαθμό)•

    до ужаса μέχρι φρίκης•

    до чего он хитр τι πονηρός που είναι•

    промок до костей βράχηκα μέχρι το κόκκαλο•

    мне не до смеху δεν έχω τίποτε το γελείο•

    теперь не шуток τώρα δεν έχει (δε χωρούν) αστεία•

    некоторой степени ως ένα βαθμό.

    || (ποσοτικό όριο)•

    это обойдтся до пяти рублей αυτό θά στοιχίσει μέχρι πέντε ρούβλια.

    4. περίπου, ίσαμε, ως, περί•

    их было до двадцати человек αυτοί ήταν περίπου είκοσι άτομα.

    5. (σχέση) για•

    мне не до шуток, не до смеху δεν έχω διάθεση γι' αστεία, για γέλια•

    мне не до вас δεν έχω καιρό ν' ασχοληθώ μέ σας•

    мне нет до этого αυτό δε με αφορά εμένα, δε μ' ενδιαφέρει.

    εκφρ.
    что до – όσον αφορά•
    что -меня – όσον αφορά εμένα.
    до 2
    ουδ. άκλ. ο μουσικός φθόγγος ντό.

    Большой русско-греческий словарь > до

  • 82 ехать

    еду, едешь, μτχ. ενεστ. едущий επίρ. μτχ. ехав κ. (παλ., απλ.) едучи ρ.δ.
    1. πηγαίνω (με μεταφ. μέσο) ταξιδεύω•

    ехать верхом πηγαίνω καβάλα (έφιππος)•

    ехать на параходе ταξιδεύω με το πλοίο•

    ехать на велосипеде πηγαίνω με το ποδήλατο.

    || κινούμαι, βρίσκομαι σει κίνηση, κυλώ•

    поезд едет το τραίνο πηγαίνει.

    2. αναχωρώ, φεύγω•

    завтра я еду в афины αύριο φεύγω για την Αθήνα.

    3. μτφ. μετακινούμαι, γλιστρώ, μετατοπίζομαι•

    галстук -ет набок η γραβάτα στραβώνει.

    Большой русско-греческий словарь > ехать

  • 83 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 84 заезд

    α.
    1. πέρασμα, διαβατική επίσκεψη•

    с -ом в афины περνώντας από την Αθήνα.

    2. (αθλτ.) ιπποδρομία•

    полуфинальный заезд ημιτελικός αγώνας ιπποδρομίας.

    Большой русско-греческий словарь > заезд

  • 85 застать

    -тану, -танешь, προστκ. застань
    ρ.σ.μ. προκάνω, προφταίνω. || βρίσκω, πετυχαίνω•

    воина -ла его в афинах ο πόλεμος τον βρήκε στην Αθήνα•

    я ее -ал дома την πέτυχα στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > застать

  • 86 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

  • 87 насчитывать

    ρ.δ.
    βλ. насчитать. || αριθμώ•

    Афины в 1836 году насчитыватьли 14 000 жителей η Αθήνα το 1836 είχε 14 000 κατοίκους.

    υπολογίζομαι, λογαριάζομαι, αριθμούμαι υπάρχω, έχω•

    в этом городе -ется милион жителей αυτή η πόλη έχει ένα εκατομύριο κατοίκους.

    Большой русско-греческий словарь > насчитывать

  • 88 от

    κ. ото πρόθεση με γεν.
    1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•

    путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•

    от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•

    от частного к общему από το μερικό στο γενικό•

    от края до края απ άκρη σ άκρη•

    слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•

    от еных лет από τα νεανικά χρόνια•

    он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•

    мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•

    от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•

    имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•

    от роду εκ γενετής•

    час от часу από ώρα σε ώρα•

    письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.

    2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•

    бледный от страха χλωμός από το φόβο•

    петь от -радости τραγουδώ από χαρά•

    заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.

    3. κατά, ενάντια, για•

    средство от кашли φάρμακο για το βήχα•

    палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.

    4. για• απο•

    футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•

    скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•

    крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.

    || (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•

    у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).

    5. με, εκ, εξ, απο•

    от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•

    от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.

    6. με• σε•

    день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•

    год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•

    время от времени από καιρό σε καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > от

  • 89 оттуда

    επίρ.
    από εκεί•

    вы были в афинах? оттуда - я приехал ήσασταν στην Αθήνα; оттуда Απ εκεί ήρθα.

    Большой русско-греческий словарь > оттуда

  • 90 памятник

    α.
    1. μνημείο• ανδριάντας• άγαλμα•

    памятник Колокотронису в Афинах ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη στην Αθήνα•

    памятник павшим μνημείο των πεσόντων.

    2. τύμβος• επιτύμβιος λίθος, επιτάφια πλάκα ταφόπετρα το επιτύμβιο (επίγραμμα).
    3. έργο παρελθόντος•

    археологический памятник αρχαιολογικό μνημείο•

    литературный памятник λογοτεχνικό μνημείο•

    памятник народного творчества μνημειώδες έργο λαϊκής δημιουργίας.

    Большой русско-греческий словарь > памятник

  • 91 плошать

    ρ.δ.
    1. κάνω λάθος, σφάλμα, αστοχώ, δεν προσέχω•

    смотрите, не -айте προσέχετε τα μάτια σας τέσσερα•

    не -аи, чтобы не обмануться πρόσεχε, μη σε ξεγελάσουν.

    2. χειροτερεύω•

    здоровье его день ото дня -ает η υγεία του από μέρα σε μέρα χειροτερεύει.

    εκφρ.
    на Бога надейся, а сам не -ай – συν Αθηνά και χείρα κινει.

    Большой русско-греческий словарь > плошать

  • 92 прямо

    επίρ.
    ευθέως, κατ ευθεία• ολόισια•

    идите прямо, потом сверните налево πηγαίνετε κατ ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά•

    я еду прямо в Афины πηγαίνω κατ ευθεία στην Αθήνα•

    он заглянул прямо в глаза αυτός κοίταξε κατάματα.

    || ορθά, ευθυτενώς•

    стоять прямо στέκομαι ορθά (όρθια).

    || ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα•

    отвечай прямо απάντα ξεκάθαρα.

    || (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια•

    он прямо герой είναι πραγματικά ήρωας.

    || εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου•

    прямо противоположный εντελώς αντίθετος.

    εκφρ.
    прямо-таки – πραγματικά, αλήθεια•
    прямо! – αμ πως! αμ πως δα! τι λες!

    Большой русско-греческий словарь > прямо

  • 93 сердце

    -а, πλθ. сердца, -дец, -дцам
    ουδ.
    1. η καρδιά•

    сердце бьтся η καρδιά χτυπά•

    порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•

    болезни -а καρδιακές παθήσεις•

    биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.

    2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•

    сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•

    я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).

    3. θυμός, οργή, εξόργιση.
    4. κέντρο•

    афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.

    εκφρ.
    в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•
    от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•
    по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•
    с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•
    с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•
    всем -ем – ολόκαρδα•
    сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•
    сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•
    сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•
    держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•
    разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•
    сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•
    брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•
    принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•
    отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή).

    Большой русско-греческий словарь > сердце

  • 94 αἰθεροναία

    αἰθερο-ναία, etym. of Αθηνᾶ, Corn.ND20.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθεροναία

  • 95 βασιλεύς

    βᾰσῐλ-εύς, , gen. έως, [dialect] Ep. ῆος, Cypr. ῆϝος Inscr.Cypr.104,135H.: acc. βασιλέα, [var] contr. -ῆ Orac. ap. Hdt.7.220, E.Fr.781.24 (lyr.): nom. pl. βασιλεῖς, [dialect] Aeol.
    A

    - ηες Sapph.Supp.6.4

    , IG12(2).6 (Mytil.), - ειες ib. 646a45, al., [dialect] Ep. -ῆες, old [dialect] Att.

    - ῆς S.Aj. 188

    , 960 (both lyr.), cf. Hdn. Gr.1.430: acc. pl.

    βασιλέας IG12.115

    , later βασιλεῖς ib.2.243, etc.:— king, chief, Hom., etc.: freq. with collat. sense of captain or judge, Hes. Op. 202;

    διοτρεφέες β. Il.2.445

    , etc.;

    θεῖοι Od.4.691

    , etc.; later, hereditary king, opp. τύραννος, Arist.EN 1160b3, etc.; but also of tyrants, as Hiero, Pi.O.1.23; of Gelo, Hdt.7.161; of Pisistratus, Eup.123, cf. Sch. Ar.Ach.61: joined with a Subst.,

    βασιλεὺς ἀνήρ Il.3.170

    , etc.;

    ἀνὴρ β. Hdt.1.90

    ; ἄναξ β. lord king, A.Pers.5, cf. B.17.1: c. gen.,

    β. νεῶν A. Ag. 114

    (anap.); οἰωνῶν β., of the eagle, ibid., Pi.O.13.21: [comp] Comp.

    βασιλεύτερος

    more kingly,

    Il.9.160

    , 392, Od.15.533, Tyrt.12.7: [comp] Sup.

    βασιλεύτατος Il.9.69

    .
    b of the gods,

    Ζεὺς θεῶν β. Hes.Th. 886

    , cf. Pi.O.7.34, Emp.128.2, etc. (in this sense Hom. uses ἄναξ); as cult title of Zeus, IG7.3073.90 (Lebad.), SIG1014.110 ([place name] Erythrae), etc. (but Ζεὺς β., = Ahuramazda, X.Cyr.3.3.21, al., Arr.An.4.20.3); ὁ μέγας β., of God, LXX Ps.47(48).2, Ph.2.107: [comp] Sup.

    βασιλεύτατοι τῶν θεῶν Max.Tyr.29.5

    .
    2 as a title of rank, prince,

    β. εἰσὶ καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἐν.. Ἰθάκῃ Od.1.394

    , cf. 8.390, etc.; of Cyrus, X.Oec. 4.16.
    b descendant of a royal house, esp. in Ionia, Arist.Ath. 41.3; βασιλέων οἶκοι 'estates of the royal house', name of a district in Chios,

    Ἀθηνᾶ 20.168

    .
    3 generally, lord, master, Il.18.556, Pi.O.6.47.
    4 metaph.,

    πόλεμος πάντων β. Heraclit.53

    ;

    νόμος ὁ πάντων β. Pi.Fr. 169

    .
    II at Athens, the second of the nine Archons, IG12.76, al., Antipho 6.38, Lys.6.4, Arist.Pol. 1285b17, Ath. 57, etc.;

    ἡ τοῦ β. στοά Pl.Euthphr.2a

    .
    2 title of magistrates in other Greek states, as βασιλᾶες at Elis, GDI1152, cf. IG12(2).6 (Mytil.), etc., Arist.Pol. 1322b29.
    3 at Rome, β. τῶν ἱερῶν, = rex sacrorum, D.H.5.1, cf. D.C.54.27.
    III after the Persian war (without Art.), the king of Persia, Hdt.7.174,al.;

    ἄναξ Ξέρξης β. A.Pers.5

    , cf. 144, Ar.Ach.61, Th.8.48, IG22.141 (βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου, of the Satraps, A.Pers.24, cf. 44, S.E.M.2.22); less freq.

    ὁ βασιλεύς Hdt.1.132

    , 137, Arist.Pol. 1304b13;

    β. ὁ μέγας Hdt. 1.188

    .
    2 of Alexander and his successors, usually with Art., IG22.641,687, Men.293, 340(pl.);

    Σέλευκος Antiph.187

    ; Ἀντίγονος Alex.III;

    Πτολεμαῖος Id.244

    ;

    Ὀσυμανδύας βασιλεὺς βασιλέων D.S. 1.47

    ; title used by Parthian kings, Plu.Pomp.38, D.C.37.6, etc.; by Antony, Plu.Ant.54; of God, Apoc.17.14,19.16.
    3 of the Roman emperors, AP10.25 (Antip. Thess.);

    β. Ῥωμαίων BGU588.10

    (i A.D.), etc., cf. 1 Ep.Ti.2.2, J.AJ14.15.14;

    β. αὐτοκράτωρ IG3.13

    ([place name] Hadrian), Hdn.1.6.5; without Art., Paus.10.32.19.
    2 first or most distinguished of any class,

    Ἡρώδην τὸν β. τῶν λόγων Philostr. VS2.10.1

    , cf. Luc.Rh.Pr.II; winner at a game, Poll.9.106, Sch.Pl. Tht. 146a; Stoic sage,

    μόνος β. Luc.Herm.16

    ; βασιλέως ἐγκέφαλος 'morsel fit for a king', Clearch.5; β. σῦκα, name of a choice kind, Philem.Lex. ap. Ath.3.76f., cf. Poll.6.81.
    V = συμποσίαρχος, Plu.2.622a, Luc.Sat.4.
    VI wren, Arist.HA 592b27.
    VII queen-bee, ib. 623b9, GA 759a20, etc. (The form βασιλέα is scanned ?βασιλεύςX ?βασιλεύςX ¯ in Pi.N.1.39; codd. βασίλεια.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλεύς

  • 96 γαγγλίον

    A encysted tumour on a tendon or aponeurosis, Philagr. ap.Aët.15.9 (

    Ἀθηνᾶ 21.29

    ), Heras ap.Gal.13.815, etc.; also on the head, Paul.Aeg.6.39; the nerve-knots now called ganglia are compared to such a tumour, Gal.UP16.5.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαγγλίον

  • 97 Ζωστήριος

    Ζωστήριος, α, ον,
    A of Ζωστήρ (a place on the west coast of Attica),

    Ζωστήριος Ἀπόλλων IG12.324.70

    , Euph.95b, Paus.1.31.1, cf.foreg.IV. 2; Ζωστηρία, epith. of Athena, Schwyzer319(Delph., vi/v B.C.), IG 12.324.97(v B.C.), Paus.9.17.2, St.Byz. s.v. Ζωστήρ, Hsch. (- στειρα cod.); Ἀθηνᾶ ζωστῆρα (sic) AB261.
    2 ζωστήριον, τό,= ζωστήρ, dub. in PLond.2.402.8(ii B.C.), cf.Gloss.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ζωστήριος

  • 98 θυμίαμα

    θῡμί-ᾱμα, [dialect] Ion. [suff] θῡμί-ημα, ατος, τό,
    A incense, Hdt.1.198, Amphis 27, PTeb.112.22 (ii B.C.), Phld.Vit.p.37J.; name of a particular kind (perh.= ἀμμωνιακόν), Edict.Diocl, in

    Ἀθηνᾶ 18.6

    ([place name] Tegea): usu. in pl., fragrant stuffs for burning, Hdt.2.130, 7.54, S.OT4, Ar.Av. 1716, Pl.R. 373c, IG5(2).514 ([place name] Lycosura), Apoc.5.8; - ιάματα ἑρπετῶν fumigations, Philum.Ven. 6 tit.
    2 stuff for embalming, Hdt.2.86, 4.71.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυμίαμα

  • 99 κρόκος

    κρόκος, ) , Str.14.5.5),
    A saffron, Crocus sativus, Il.14.348, h.Cer. 6, Hippon.41, S.OC 685 (lyr.), Cratin.98 (pl.), A.R.3.855, cf. Thphr. HP4.3.1, al., Dsc.1.26, etc.
    b κ. λευκός, C. cancellatus, Thphr.HP 7.7.4.
    c κ. ἀκανθώδης, = κνῆκος, ibid.
    2 saffron (made from its stigmas), Ar.Nu.51, etc.;

    κρόκου βαφάς A.Ag. 239

    (lyr.); κ. Ἀραβικός Edict.Diocl.in

    Ἀθηνᾶ 18.6

    .
    3 saffron meadow, Eust.1698.30.
    4 σὺν κρόκῳ ᾠῶν yolk of egg, Alex.Trall.1.1: pl.,

    ᾠῶν τὰ κρόκα Paul.Aeg.3.78

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρόκος

  • 100 κτήσιος

    κτήσ-ιος, α, ον, ([etym.] κτῆσις)
    A belonging to property, χρήματα κ. property, A.Ag. 1009 (lyr.); κ. βοτόν a sheep of one's own flock, S.Tr. 690.
    II domestic, Ζεὺς κ. the protector of house and property, A. Supp. 445, Hp.Insomn.89, Orac. ap. D.21.53, Antipho 1.16: pl.,

    τοὺς κ. Δίας Anticl.13

    ; also Ἀθηνᾶ κ. Hp.l.c.;

    ὁ θεὸς ὁ κ. Plu.2.828a

    ; κ. βωμός the altar of Ζεὺς κτήσιος, A.Ag. 1038; θεοὶ κ., = Lat. Penates, D.H. 8.41.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτήσιος

См. также в других словарях:

  • Ἀθήνα — Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἀθήνᾱ , Ἀθῆναι the city of Athens fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

  • αθηνά — I (athene). Ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγιμόρφων. Ζουν στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ινδία, την Κίνα και μερικά είδη στην Αμερική. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 15 έως 25 εκ. και οι… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Sp Atėnai Ap Αθήναι/Athēnai sen. graikų kalba Ap Αθήνα/Athina graikiškai L sen. gr. polis, Atikos nomo c., Graikijos sostinė …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Αθήνα — η η πρωτεύουσα της Ελλάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αθηνά — η κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀθηνᾶ — Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual (attic) Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀθηνᾷ — Ἀθήνη casting vote fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρσούλη, Αθηνά — (Αθήνα 1887 – 1975). Συγγραφέας, μουσικός και ζωγράφος. Σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και ως ζωγράφος έκανε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έγραψε επίσης πολλά βιβλία με διηγήματα, ποιήματα, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά της Άρκτου — Πολεμικό πλοίο του Λάμπρου Κατσώνη, ναυαρχίδα του στόλου του από τον Απρίλιο του 1789 έως τον Απρίλιο του 1790. Το πλοίο αγοράστηκε το 1788 από τους Έλληνες της Τεργέστης. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις Κύπρου, Συρίας, Αιγύπτου, Καρπάθου, Δυρραχίου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»