-
121 Ἐλλεσίη
Ἐλλεσίη· ἡ Ἀθηνᾶ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἐλλεσίη
-
122 ἐνεπιορκέω
II [voice] Pass., have false witness given against one,ὑπό τινων Themist.Ep.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεπιορκέω
-
123 ἐπιφημίζω
A utter words ominous of the event, ἰόντος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πεντηκόντερον ἐπεφημίζετο ([voice] Med.) Hdt.3.124 ;ἐ. τινὶ πολλὰ καὶ ἄτοπα D.C.39.39
.2 promise, pledge, κείνῳ παῖδ' ἐπεφήμισα..ἐκδώσειν cj. in E.IA 130 (anap.); ἡ ἐκ παιδὸς ἐπιφημισθεῖσα τῷ ἀνδρὶ ἑβδόμη ὑπατεία (of Marius) App.BC1.61.II apply the name of A (acc.) to B (dat.), where A is usu. a god, ascribe or assign B to A,ἑκάστῃ μοίρᾳ θεόν Pl.Lg. 771d
; ὅσα τις πράττει τοὺς θεοὺς ἐπιφημίζων in the name of the gods, D.20.126 ;ἅπασι τοῖς μεγάλοις ἐ. τὸ δαιμόνιον Plu. Publ.23
.2 later the constr. is reversed,τοῖς θεοῖς τι J.Ap.2.37
;τὴν ἐλαίας γένεσιν.. τῇ Ἀθηνᾷ Max.Tyr.30.5
:—[voice] Pass.,θεοῖς..παῖδες ἐπεφημίσθησαν D.C.44.37
;ὅσα θεῖα Ἐλευσῖνι ἐπιφημίζεται τῇ χώρᾳ Aristid.1.445J.
;μέρη τῆς γῆς Ποσειδῶνι ἐπιπεφήμισται Id.Or.46(3).16
.III call, name, c. dupl. acc.,τὸ ἀγαθὸν ἐ. λυσιτελοῦν Pl.Cra. 417c
, cf. Ti. 73d ;ἀέρα ἐ. σκότος Ph.1.6
, cf. 2.43,al., Porph.Abst.1.7 ;Ἡλίου -ίζοντας Αἰήτην υἱέα Jul.Or.2.82d
.2 with epexegetic inf., τὴν ἔξω φορὰν ἐπεφήμισεν εἶναι τῆς ταὐτοῦ φύσεως the outer revolution he called the revolution of the Same, ordained that it should be.., Pl.Ti. 36c : hence,b c.acc. inf., allege, declare,αὐτὸν Ἀσκληπιοῦ θεράποντα εἶναι Ael.NA8.12
;πολλὰ ἐ. αὑτῷ δηλοῦν [τὴν ἔλαφον] Plu.
sert.11.3 bestow a name on,ὄνοματά τισι Ph.1.304
, al., D.C.54.33 ; πομπῇ ἐπεφήμισαν οὔνομα νηῶν named [ the fish πομπίλος] after.., Opp.H.1.187.IV in later Prose, dedicate, devote to a god, Luc.Sacr.10 ;Διὶ ἀγάλματα Max.Tyr.8.8
;τοὺς γενομένους τότε παῖδας Ἄρεως ἐ. Str.5.4.12
:—[voice] Pass., Id.6.2.9, Ph.2.565, Plu.Cam.7, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφημίζω
-
124 Ἑλλήνιος
Ἑλλήν-ιος, [dialect] Dor. [full] Ἑλλάνιος [pron. full] [ᾱ] (also in Ar.Eq. 1253), α, ον,= foreg., Ζεὺς Ἑ., Ἀθανᾶ Ἑ., Rhetra ap.Plu.Lyc.6 ( Συλλ- codd.); Ζεὺς Ἑ. Hdt.9.7.ά, cf.Pi.N.5.10, IG12(5).910 ([place name] Tenos), etc.; Ἀθηνᾶ Ἑ. E.Hipp. 1121 (lyr.); θεοὶ οἱ Ἑ. Hdt.5.49,92.ή, Luc.Herc.2 codd., Hld.2.23.II Ἑλλήνιον, τό, Greek factory (with temples of Θεοὶ Ἑλλήνιοι) at Naucratis, Hdt.2.178; also of buildings at Arsinoe and Memphis, BGU133.6 (ii A.D.), Wilcken Chr. 221 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑλλήνιος
-
125 ἠθονόη
-
126 ἱεροποιέω
A serve asἱεροποιός, -ποιῶν καὶ θύων ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας Antipho 6.45
, cf. Pl.Ly. 207d, IG11(2).144A (Delos, iv B.C.); τῇ Ἀθηνᾷ ib.22.1257 (iv B.C.);τῷ Ἀπόλλωνι SIG1037.6
(Milet., iv/iii B.C.), etc.: c. acc.,ἱ. εἰσιτητήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς D.21.114
;οἱ τὰ μυστήρια -ποιήσαντες IG2.872
;ἱ. τὰ Ἀπολλώνια BCH36.413
(Delos, ii B.C.).II deify, Aristid.1.191 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱεροποιέω
-
127 ὀνειροποιουμένη
ὀνειρο-ποιουμένη Ἀθηνᾶ,A appearing in a vision, Eust.1549.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνειροποιουμένη
-
128 ὕπατος
A highest, uppermost, in Hom. as epith. of Zeus,ὕπατε κρειόντων Od.1.45
;θεῶν ὕπατος Il. 19.258
, al.; θεοὶ ὕπατοι the gods above, opp. οἱ χθόνιοι, A.Ag.89 (anap.), cf. 55 (anap.); Ζεὺς Γ. at Athens, Paus.1.26.5, al., Orac. ap.D.21.52 (coupled with Ἄθηνᾶ Ὑ. Orac. ap. eund.43.66);ὕ. δῶμα Διός Pi.O.1.42
;ὕ. τεθμός Id.N.10.32
;ὑπάταν βασιληΐδα τειμάν Hymn.Is.143
.2 simply of Place, ἐν πυρῇ ὑ. on the very top of the funeral pile, Il.23.165, 24.787; ὕ. ὄρος Epigr. ap. D.S.1.15.3 of Time, last,νοῦσος AP7.233
(Apollonid.): but οὐχ ὕπατον, πύματον δέ Puchstein Epigr.Gr.p.76 (Memphis, i B. C.).4 of Quality, highest, best, Pi.O.1.100;ὕ. πρὸς ἀρετάν
most excellent,Id.
P.6.42; ὕ. [μόρος] S.Ant. 1332 (lyr.).II c. gen., ὕπατος χώρας Ζεύς supreme over the land, A.Ag. 509; ὕπατοι λεχέων high above the nest, ib.50 (anap.);ὕ. τῶ σκάνεος ἅπαντος Ti.Locr.100a
;σοφίας ὕπατος IG22.3632.7
(ii A. D.).III as Subst.,1 ὕπατος, ὁ, = Lat. consul, Plb.6.12.1, al., D.H.4.76, 6.1,7.1, al., Mon. Anc.Gr.5.1; cf.στρατηγός 11.4
:—hence also, = ὑπατικός, τὰν ὑπάταν ἀρχάν Epigr. ap. Plu.Marc.30; but in this sense commonly with masc.termin.,ὕπατον ἀρχὴν ἔχειν Plb.2.11.1
(pl.), cf. 3.40.9, Hdn.2.6.6;ὕπατος τιμή J.BJ7.4.2
.2 ἡ ὑπάτη, v. sub voce.—For the form, cf. μέσατος, νέατος, μύχατος, etc.
См. также в других словарях:
Ἀθήνα — Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual Ἀθήνᾱ , Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (doric aeolic) Ἀθήνᾱ , Ἀθῆναι the city of Athens fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
αθηνά — I (athene). Ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγιμόρφων. Ζουν στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ινδία, την Κίνα και μερικά είδη στην Αμερική. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 15 έως 25 εκ. και οι… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Sp Atėnai Ap Αθήναι/Athēnai sen. graikų kalba Ap Αθήνα/Athina graikiškai L sen. gr. polis, Atikos nomo c., Graikijos sostinė … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Αθήνα — η η πρωτεύουσα της Ελλάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αθηνά — η κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀθηνᾶ — Ἀθήνη casting vote fem nom/voc/acc dual (attic) Ἀθήνη casting vote fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀθηνᾷ — Ἀθήνη casting vote fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρσούλη, Αθηνά — (Αθήνα 1887 – 1975). Συγγραφέας, μουσικός και ζωγράφος. Σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και ως ζωγράφος έκανε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έγραψε επίσης πολλά βιβλία με διηγήματα, ποιήματα, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες … Dictionary of Greek
Αθηνά της Άρκτου — Πολεμικό πλοίο του Λάμπρου Κατσώνη, ναυαρχίδα του στόλου του από τον Απρίλιο του 1789 έως τον Απρίλιο του 1790. Το πλοίο αγοράστηκε το 1788 από τους Έλληνες της Τεργέστης. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις Κύπρου, Συρίας, Αιγύπτου, Καρπάθου, Δυρραχίου … Dictionary of Greek