-
81 τυμβιάς
-
82 τυμβάς
τυμβάς, άδος, ἡ, Zauberinn, Hexe, weil sie ihr Unwesen bes. auf Gräbern zu treiben pflegten, Hesych. ὅτι περὶ τοὺς τύμβους διατρίβουσι καὶ τοὺς νεκροὺς ἀκρωτηριάζουσι.
-
83 τυλάς
-
84 τεσσαρακοντάς
τεσσαρακοντάς, άδος, ἡ, die Zahl vierzig, Hippocr.
-
85 τετράς
-
86 τεφράς
-
87 τελ-ωνιάς
-
88 τελεσιάς
-
89 τιθάς
-
90 τοκάς
τοκάς, άδος, ἡ, die Gebärende, die geboren hat od. zu gebären im Begriff ist; σύες ϑήλειαι τοκάδες, Saumütter zur Zucht, Ggstz στεῖραι, Od. 14, 16; Pol. 12, 4, 8; τοκάδος δέργμα λεαίνης, Eur. Med. 187; ἐκ τοκάδων διδασκομένη, Antp. Th. 38 (IX, 268); übh. fruchtbar, Sp., wie Strab.; – γενναίων ἐκ τοκάδων = τοκέων, Eur. Cycl. 42.
-
91 φυτάς
φυτάς, άδος, ἡ, die Pflanze, das Pflanzreis, der Senker, bes. des Oelbaums, Plut. def. or. 4.
-
92 φυγάς
φυγάς, άδος, ὁ, ἡ, flüchtig; πτηνῶν ἀγέλας τόξοισιν ἐμοῖς φυγάδας ϑήσομεν Eur. Ion 109; – Flüchtling, bes. landesflüchtig, ein Verbannter, Verwiesener, zuerst bei Her. 8, 65, u. oft bei den Attikern; Aesch. Ag. 1255 Ch. 928 u. öfter; Soph. ἐκτὸς οἴκων κἀπὶ γῆς ἄλλης φυγὰς ἀπώλου El. 1125; εἰ τοὺς κτανόντας Λάϊον γῆς φυγάδας ἐκπεμψαίμεϑα O. R. 309, u. öfter; ἤλασέν μ' ἀπ' οἴκων φυγάδα Eur. Gr. 763, u. öfter; Thuc. 6, 92; φυγάδας ἐντεῦϑεν ἐποίησεν Lys. 13, 64; φυγάδα ποιεῖν τῆς πατρίδος Plat. Alc. II, 145 b; φυγὰς πάσης χώρας Xen. Hell. 4, 1,7; παρά τινος, Ueberläufer, Cyr. 6, 3,11; auch c. acc., wie φεύγων, Plat. Legg. IX, 855 c.
-
93 φυλλάς
φυλλάς, άδος, ἡ, 1) ein Blätterhaufen, ein Lager, eine Streu von Blättern; στειπτή Soph. Phil. 33; φυλλάδα ἐπιβάλλειν Her. 8, 24; λεχαίη Ap. Rh. 1, 1183. – 2) ein Ast mit Blättern, Ar. Vesp. 398; Laubwerk, Laub, ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ' ἐς δόμους Aesch. Ag. 940; τεμενία, der laubreiche Hain, Soph. Tr. 751; παρνησία Eur. Andr. 1101; τείνεσϑαι Thall. 4 (IX, 220); φυλλὰς εὔκαρπος, Fruchtbaum, Agath. 25 (V, 292); – ἡ δριμεῖα, ein Kräutergericht, = φυλλίς, Ath. IV, 134, vgl. Poll. 6, 71.
-
94 φωλάς
φωλάς, άδος, ἡ, = φωλεύουσα, im Lager, Hinterhalt liegend, sich versteckt haltend, auflauernd, Höhlen oder Schlupfwinkel habend, in welchen man sich verbergen kann; σίλφη Euen. 16 (IX, 251); παρϑενικὴ φωλάς Philodem. 22 (XI, 34); ἀραχναίη Eryc. 9 (IX, 233); ἄρκτος Theocr. 1, 115, den Winterschlaf haltend. Auch κοίτη, Babr. 82, 3. – Als substant. eine Schnecken- oder Muschelart, Hices. bei Ath. III, 88 a.
-
95 φασκάς
-
96 φιλ-ηλιάς
-
97 φαικάς
-
98 φαεθεντιάς
φαεθεντιάς, άδος, ἡ, = Folgdm, Opp. Cyn. 1, 219.
-
99 φορβάς
φορβάς, άδος, ὁ, ἡ, 1) Weide, Nahrung gewährend, nährend, γῆ, die Nahrung gebende Erde, Soph. Phil. 693. – 2) auf der Weide, in der Heerde weidend, ἵππος, βοῦς u. vgl., Plat. Legg. II, 666 e. – Auch ἡ φορβάς allein, sc. ἵππος, eine mit der Heerde weidende Stute, Eur. Bacch. 167; im Ggstz von τροφίας, im Stalle gefüttert, Sp.; – auch ein Schwein, Lycophr. 676. – Γυνὴ φορβάς, = τροφός, Soph. frg. 645; nach Poll. 7, 203 = πόρνη, wie nach Eust. ἡ πολλοῖς προςομιλοῦσα τροφῆς χάριν; Ap. Rh. 2, 89. 3, 276; κόραι Pind. bei Ath. 574 a.
-
100 φοράς
См. также в других словарях:
ἅδος — satiety neut nom/voc/acc sg ἅδος satiety masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδος — (I) ἅδος ( εος), ο ή το (Α) [ἅδην] κορεσμός, αηδία, μπούχτισμα. (II) ἄδος, το (Α) ψήφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδεῖν, ἁνδάνω] … Dictionary of Greek
-άδος — κατάληξη πολλών τοπωνυμίων: Βροντάδος, Μανταμάδος, Μαχαιράδος, Παπάδος κ.λπ. από τη γεν. πληθ. Βροντάδων, Μαχαιράδων, Παπάδων κ.ά. κυρίων ονομάτων κτητορικών (βλ. άδο) … Dictionary of Greek
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
συππινάς — ᾱδος ή άδος, ὁ, Α πιθ. στιππειουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα ᾶς, ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με υ πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*] … Dictionary of Greek
Πελασγιάς — άδος, ἡ, Α βλ. Πελασγίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελάσγιος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ολυμπι άς)] … Dictionary of Greek
Φθιάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπη μορφή θηλ. τού επιθ. Φθῑος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. Ἐρετρι άς)] … Dictionary of Greek
πενθάς — άδος, ἡ, ΜΑ θηλ. τού πενθαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. άς, άδος] … Dictionary of Greek
πενθεράς — άδος, ἡ, Α η πεθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάς — άδος, ἡ, Μ ποσό που αποτελείται από δεκαπέντε μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεντ άς)] … Dictionary of Greek
περιτροχάς — άδος, ἡ, Α (για γυναίκα) αυτή που γυρίζει εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτρέχω + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek