-
1 τύμβιος
-
2 περι-τύμβιος
περι-τύμβιος, um das Grab, am Grabe, δάκρυα, Paul. Sil. 82 (VII, 560).
-
3 ἐπι-τύμβιος
ἐπι-τύμβιος, auf dem Grabe, zum Grabe gehörig, αἶνος, ϑρῆνος, Grabgesang, Aesch. Ag. 1527 Ch. 331; χοαί, Grabspenden, Soph. Ant. 892; κρηπίς, λέκτρα, Leon. Tar. 98 Paul. Sil. 83 (VII, 657. 604); a. Sp.; – Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, die röm. Venus Libitina, Plut. qu. Rom. 23.
-
4 τυμβιάς
-
5 ἐπιτύμβιος
ἐπι-τύμβιος, u. ἐπί-τυμβος, auf dem Grabe, zum Grabe gehörig, αἶνος, ϑρῆνος, Grabgesang; χοαί, Grabspenden. Ἀφροδίτη ἐπιτυμβία, die röm. Venus Libitina -
6 περιτύμβιος
περι-τύμβιος, um das Grab, am Grabe
См. также в других словарях:
τύμβιος — ία, ον, ΜΑ, και τ. θηλ. τυμβιάς, άδος Μ, και τ. θηλ. τύμβιος Α [τύμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο, επιτύμβιος, επιτάφιος αρχ. (για πρόσ.) θαμμένος («Κλεοπάτραν τύμβιον», επιγρ.) … Dictionary of Greek
κατατύμβιος — κατατύμβιος, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται πάνω στον τάφο, επιτύμβιος, επιτάφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τύμβιος (< τύμβιος < τύμβος), πρβλ. επι τύμβιος, υπο τύμβιος] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
τυμβίδιος — ία, ον, Α (ποιητ. τ.) τύμβιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οἰκ ίδιος)] … Dictionary of Greek
τυμβιάς — άδος, ἡ, Μ (ποιητ. τ.) βλ. τύμβιος … Dictionary of Greek
τύμβειος — εία, ον, Α [τύμβος] (μτγν. τ.) τύμβιος* … Dictionary of Greek
υποτύμβιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από τον τύμβο, θαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» < φρ. ὑπὸ τύμβον (< ὑπό + τύμβος «τάφος») + κατάλ. ιος (πρβλ. ἐπι τύμβιος)] … Dictionary of Greek