Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

βασκάς

См. также в других словарях:

  • βασκάς — ( άδος) και βοσκάς και φασκάς, η (Α) είδος πάπιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βασκάς (ή ᾶς) ανήκει στις λέξεις που δηλώνουν ονόματα πουλιών με επίθημα ᾶς (πρβλ. ἀτταγᾶς, ἐλεᾶς κ.ά.). Υπάρχουν οι παράλληλοι τ. βοσκάς και φασκάς, τους οποίους μαρτυρεί ο Ησύχ. Ο …   Dictionary of Greek

  • βασκάς — βασκά̱ς , βασκάς duck masc acc pl (doric) βασκά̱ς , βασκάς duck masc nom sg (epic doric aeolic) βασκάς duck fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκά — βασκάς duck fem voc sg βασκά̱ , βασκάς duck masc nom/voc/acc dual (doric) βασκάς duck masc voc sg (doric) βασκάς duck masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκᾷ — βασκάς duck masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • φασκάς — άδος, ἡ, Α βλ. βασκάς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»