Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Φῑκός

См. также в других словарях:

  • φίκος — (ficus). Γένος φυτών της οικογένειας των μορεϊδών. Το γένος αυτό αριθμεί διάφορα δέντρα ή θάμνους, τα οποία έρπουν ή αναρριχώνται και έχουν εναέριες ρίζες και γαλακτώδη χυμό. Τα φύλλα τους είναι συνήθως σκληρά και δερματώδη και τα άνθη τους μικρά …   Dictionary of Greek

  • φίκος — ο (λ. λατ.), γένος φυτών της οικογένειας Mορεΐδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορεΐδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, συγγενής με τους ουρτικίδες, που περιλαμβάνει κυρίως είδη των τροπικών περιοχών. Από τα πιο αξιόλογα γένη είναι: η μορεά (μουριά), ο φίκος (συκιά κλπ.), ο αρτόκαρπος, η κεκροπία, η βρουσσονετία, η μακλούρα κ.ά. Οι… …   Dictionary of Greek

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • Σφίγγα — Η Σφιγξ των αρχαίων Ελλήνων. Μυθολογικό τέρας της Βοιωτίας με πρόσωπο ή και στήθος γυναίκας, σώμα λιονταριού, φτερά όρνιθας και ουρά φιδιού. Η Σ. ήταν κόρη της Έχιδνας και του Τυφώνα ή του Όρθρου. Κατά τον Ησίοδο, η Σ. ονομαζόταν Φιξ και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • μπανιάν — το άκλ. κοινή ονομασία τού ασυνήθιστου στην εμφάνιση δέντρου Ficus benghalensis, τού γένους φίκος, τής οικογένειας μορεΐδες, που είναι ιθαγενές τής τροπικής Ασίας και θεωρείται ιερό στην Ινδία, γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, ο Βούδας… …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

  • ουρτικώδη — Τάξη αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων που περιλαμβάνει διάφορους τύπους φυτών, ξυλωδών ή ποωδών, που κατατάσσονται σε τέσσερις οικογένειες: κανναβινίδες (καννάβι), μορίδες (φίκος, μουριά), ουλμίδες (φτελιά) και ουρτικίδες (τσουκνίδα)· κατ’ άλλους, η… …   Dictionary of Greek

  • φικοπήδαλος — ον, MA πιθ. (για πλοίο) α) αυτός τού οποίου το πηδάλιο είναι βαμμένο κόκκινο β) αυτός που έχει πηδάλιο ειδικής κατασκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *φῖκος, άλλος τ. τού φῦκος (πρβλ. και φικιδίζω) + πήδαλος (< *πήδαλον, πρβλ. πηδάλιον)] …   Dictionary of Greek

  • γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»