См. также в других словарях:
ποντίφεξ — ικος, ὁ, Α βλ. ποντίφηκας … Dictionary of Greek
ποντίφηκας — ο / ποντίφεξ, ικος, ΜΝΑ, και ποντίφικας και ποντίφηξ, Ν (στους Ρωμαίους) α) μέλος συμβουλευτικού σώματος που βοηθούσε τον ανώτατο άρχοντα στα θρησκευτικά του καθήκοντα β) φρ. «μέγιστος προντίφεξ» ο επικεφαλής τής θρησκευτικής ιεραρχίας,… … Dictionary of Greek