-
1 Φοίβ'
-
2 Φοῖβ'
-
3 φοίβ'
φοῖβαι, φοίβηPhoebe: fem nom /voc plφοῖβα, φοῖβοςpure: neut nom /voc /acc plφοῖβε, φοῖβοςpure: masc voc sgφοῖβαι, φοῖβοςpure: fem nom /voc pl -
4 φοῖβ'
φοῖβαι, φοίβηPhoebe: fem nom /voc plφοῖβα, φοῖβοςpure: neut nom /voc /acc plφοῖβε, φοῖβοςpure: masc voc sgφοῖβαι, φοῖβοςpure: fem nom /voc pl -
5 φοιβάζω
2 inspire,πάθος φοιβάζον τοὺς λόγους Longin.8.4
:—[voice] Pass., Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.7.112, Hld.2.22.II = φοιβάω 1, Lyc.731,875, 1166.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβάζω
-
6 φοιβαίνω
2 = φοιβάζω 1.1, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβαίνω
-
7 φοιβαστής
A vaticinator, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβαστής
-
8 φοιβαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβαστικός
-
9 φοιβάστρια
φοιβ-άστρια, ἡ,A prophetess, Lyc.1468.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβάστρια
-
10 φοιβάς
A priestess of Phoebus: generally, inspired woman, prophetess, E.Hec. 827: as fem. Adj., = φοιβάζουσα, Tim.Fr.3. -
11 φοιβάω
A cleanse, purify,χεῖρας φοιβήσασα μύροις Theoc.17.134
, cf. A.R.2.302, Call.Lav.Pall. 11:—[voice] Pass., Hsch.2 dub. sens. as v.l. in LXX De.14.1. -
12 φοίβειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοίβειος
-
13 φοίβη
φοίβ-η, ἡ, -
14 φοίβησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοίβησις
-
15 φοιβητεύω
A to be a prophet, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβητεύω
-
16 φοιβητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβητήρ
-
17 φοιβητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβητής
-
18 φοιβητός
A inspired, prophesying, Man. 4.550.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβητός
-
19 φοιβήτρια
φοιβ-ήτρια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβήτρια
-
20 φοιβήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοιβήτωρ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Φοῖβ' — Φοῖβαι , Φοίβη Phoebe fem nom/voc pl Φοῖβε , Φοῖβος pure masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοῖβ' — φοῖβαι , φοίβη Phoebe fem nom/voc pl φοῖβα , φοῖβος pure neut nom/voc/acc pl φοῖβε , φοῖβος pure masc voc sg φοῖβαι , φοῖβος pure fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… … Dictionary of Greek