Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Φερσε-

  • 1 Περσεφόνη

    Grammatical information: f.
    Meaning: Spouse of Hades (Pluto), queen of the underworld; as a daughter of Demeter, identified as Κόρη (Ion. since h. Cer. and Hes.)
    Other forms: - φόνεια (Il. a. Od.). Several byforms: Φερσε-φόνα (Simon., Pi., Thess.), - φόνεια (H.), Πηριφόνα (Locr.), Πηρεφόνεια (Lac. after H.); with diff. ending: Περσέ-φασσα (A.), Φερσέ-φασσα (S., E.), Φερρέ-φαττα (Pl., Ar., Att. inscr.) a.o. (P.-W. 19, 945ff., Kretschmer Glotta 24, 236) with the sanctuary Φερ(ρ)εφάττ-ιον n. (D., AB).
    Derivatives: From it the plantname Περσεφόνιον, Φερ- (Ps.-Dsc.), s. Strömberg Pfl. 100 w. lit.
    Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
    Etymology: As common basis of the "1. member" one may posit Φερσε-; from there through breath-dissimilation, comp.lengthening etc. the diff. forms; Πηρι- after Άρχι- a.o. (cf. Schwyzer 281 a. 444). Orig. Περσε- is however quite as well possible; then Φερσε- through assimilation to - φασσα. For - φόνεια beside - φόνη cf. Πηνελόπεια beside ; - φασσα, - φαττα from *-φατ-ι̯α can have had an orig. nasal (-n̥-t-i̯ǝ), through which - φασσα would come closer to - φόνη (and - φόν-της). -- Without convincing etymology. The "2. member" is often connected with φόνος `murder', θείνω `kill' (Eust. on κ 491, Fick-Bechtel PN 465, Kretschmer Glotta 24, 236 f.) by diff. interpretation of the 1. member. After Ehrlich KZ 39, 560 ff. however "the one rich in produce", from a noun *φέρος and IE * gʷhen- `swell, to be full of' (which one supposes a. o. in εὑθενέω [s. v.]); in spite of the agreement of Fraenkel Lexis 3, 61 ff. and Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 5, 28 ff. (with lit.) not to be recommended. Pelasgian hypothesis, partly following Ehrlich, by v. Windekens Beitr. z. Namenforsch. 8, 168 ff. -- As long as no better explanations from IE are put forward, the word must be considered Pre-Greek; thus a.o. v. Wilamowitz Glaube 1, 108f. w. n. 3, Nilsson Gr. Rel. 1, 474.
    Page in Frisk: 2,517-518

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Περσεφόνη

  • 2 νῦν

    1 now, referring to present, immediate past, or immediate future.
    1 adv. of time.
    a

    νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.13

    ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.) I. 6.47 combined with δέ and καί, εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.) O. 3.43

    νῦν δὲ πὰρ Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58

    νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν soon P. 9.55 ἦ μάλα δὴ μετὰ καὶ νῦν afterwards as now P. 4.64

    μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι P. 5.20

    ἤτοι μεταίξαις σὲ καὶ νῦν N. 5.43

    [ νῦν codd., νυν corr. Er. Schmid. N. 6.8]

    καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος I. 5.48

    τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    b c. impv., exclam., simm., emphasising urgency.

    ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους O. 6.87

    ἀλλὰ νῦν ἐπίνειμαι O. 9.5

    μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    ἴσθι νῦν O. 11.11

    ἐπακοοῖτε νῦν (Bergk: ἐπάκοοι νῦν codd.) O. 14.15 μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσε-

    φόνας ἔλθ, Ἀχοῖ O. 14.20

    γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263

    ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38

    κλῦτε νῦν Pae. 6.58

    ἰὴ ἰῆτε νῦν μέτρα παιηόνων ἰῆτε, νέοι Pae. 6.121

    Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. θνατῶν. νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον (the crux may conceal an impv.) O. 10.9

    ἰὴ, ἰὴ, νῦν ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τ' ἐπῆλθον Pae. 1.5

    c opposed to some other time, or hypothetical situation.

    νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳP. 8.49 εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (bis) I. 6.44 combined with various particles,

    νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται O. 1.90

    τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν. νῦν δ' Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος O. 12.17

    νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    οἱ μὲν πάλαι νῦν δ I. 2.9

    τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν P. 1.17

    ἦ κεν ἀμνάσειεν, οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις. νῦν γε μὰν P. 1.50

    τότε γὰρ. νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος P. 4.50

    ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν. ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37

    ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ. νῦν δ αὖ μετὰ χειμέριον ζόφον I. 4.18

    , cf. Pae. 2.80 infra.

    ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ I. 6.5

    ἐν κρυοέσσᾳ συντυχίᾳ. νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.39

    οὐρανῷ προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς. ἐν δὲ χρόνῳ for the present it is true... but.. P. 4.290

    νῦν μὲν αὐτῷ O. 8.65

    2 c. art., pro subs., τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2.. ξένον μή τιν κυριώτερον

    τῶν γε νῦν O. 1.105

    παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    pro adv.,

    τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    3 fragg. ν]ῦν δ' αὖ γλυκυμάχανον[ (supp. von Arnim) Πα. 2.. νῦν[ Πα. 13. a. 12 ]ει καὶ νῦν τέρας δι[ Πα. 13. c. 9. νῦν δεδ[ Θρ. 2. 5.

    Lexicon to Pindar > νῦν

См. также в других словарях:

  • Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»