-
1 Φέρ(ρ)αι
αί, Φερές οι г. Фере (Фракия) -
2 Φέρ(ρ)αι
αί, Φερές οι г. Фере (Фракия) -
3 Φέρ'
Φεραί, Φεραίfem nom /voc pl -
4 φέρ'
φέρε, φέρωfero: pres imperat act 2nd sgφέρε, φέρωfero: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
5 φερ-ωνυμέομαι
φερ-ωνυμέομαι, den Namen davon tragen, Eust.
-
6 φερ-ωνυμία
φερ-ωνυμία, ἡ, das Tragen des Namens nach einer Begebenheit, Handlung; der von einer Begebenheit, Handlung erhaltene Name, ἔργων Opp. Hal. 1, 243.
-
7 φερ-όλβιος
φερ-όλβιος, Glück bringend, Orph. H. 63, 12.
-
8 φερ-αυγής
φερ-αυγής, ές, Licht bringend, leuchtend; Nonn. D. 38, 81 u. öfter, u. a. Sp.; Suid. erkl. κατάλαμπρος.
-
9 φερ-ανθής
-
10 φερ-έγγυος
φερ-έγγυος, Bürgschaft bringend, bürgend, Bürgschaft leistend, im Stande seiend Bürgschaft zu leisten, vermögend zu bezahlen, übh. zuverlässig, sicher, hinreichend, ausreichend; c. inf., αὐτὸς μὲν οὐ φερέγγυός εἰμι δύναμιν τοσαύτην παρασχεῖν Her. 5, 30; λιμὴν φερέγγυος διασῶσαι τὰς νέας 8, 49, 1, geeignet die Schiffe zu bergen; τίς Προίτου πυλῶν κλείϑρων λυϑέντων προστατεῖν φερέγγυος Aesch. Spt. 396, vgl. 452. 779 Eum. 87; τί γὰρ κελεύεις, ὧν ἐγὼ φερέγγυος Soph. El. 930; πρὸς τὰ δεινὰ ἐπειδήπερ ὑπέστη, φερεγγυώτατος ἐφάνη Thuc. 8, 68.
-
11 φερ-ώνυμος
φερ-ώνυμος, den Namen von einer bestimmten Veranlassung tragend, führend, den Namen nach Etwas habend, c. gen. Dah. den Namen mit Wahrheit führend, bes. sp. D., wie Nic. Th. 666 Nonn. D. 8, 75 Coluth. 246 Christodor. 1, 32; Schol. Lycophr. 1; Ael. H. A. 17, 8. – Adv., Arist. mund. 6 Heraclid. alleg. 22.
-
12 φέρ-ασπις
-
13 φέρ-οπλος
-
14 φέρ-οικος
-
15 σύρ'τα-φέρ'τα
снование туда и сюда, взад и вперёд -
16 φεράλιος
A bringing sunshine, Hymn.Is. 30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φεράλιος
-
17 φερανθής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερανθής
-
18 φέρασπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέρασπις
-
19 φεραυγής
φερ-αυγής, ές,A bringing light, Nonn.D.38.81, al., PMag.Berol.2.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φεραυγής
-
20 φέροικος
φέρ-οικος, ὁ, a white animal like aGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φέροικος
См. также в других словарях:
φερ(ρ)ιτοποίηση — η, Ν χημ. αντίδραση τού τριοξειδίου τού σιδήρου με ένα ή περισσότερα οξείδια μονοσθενών, δισθενών ή τρισθενών μετάλλων, κατά την οποία προκύπτουν οι φερ(ρ)ίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ρ. φερ(ρ)ιτοποιώ (< φερ[ρ]ίτης + ποιώ] … Dictionary of Greek
φέρ(ρ)υμπωτ — και φέρ(ρ)υμποτ, το, Ν ναυτ. βλ. φέριμποτ … Dictionary of Greek
φερ(ρ)ίτης — ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι φερ(ρ)ίτες (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία ανόργανων χημικών ενώσεων, μικτών οξειδίων τού σιδήρου και άλλων μετάλλων, που έχουν σημαντικές εφαρμογές στην ηλεκτρονική και σε άλλους κλάδους 2. (μεταλργ.) μεταλλική φάση… … Dictionary of Greek
Φέρ' — Φεραί , Φεραί fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέρ' — φέρε , φέρω fero pres imperat act 2nd sg φέρε , φέρω fero imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερ(ρ)εδοξίνη — η, Ν (βιοχ.) ομάδα μεταλλοπρωτεϊνών που περιέχουν σίδηρο και μετέχουν σε καταλυτικές οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις και ως φορείς ηλεκτρονίων σε ένα σύστημα μεταφοράς ηλεκτρονίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferredoxin] … Dictionary of Greek
φερ(ρ)ιερίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου, τού καλίου, τού ασβεστίου και τού μαγνησίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. ferrierite] … Dictionary of Greek
φερ(ρ)ιτίνη — η, Ν (βιοχ.) μη πορφυρική χρωμοπρωτεΐνη που απαντά στον σωλήνα και στο ήπαρ τών ζώων καθώς και στον μυελό τών οστών και η οποία αποτελεί τη μορφή με την οποία ο οργανισμός αποταμιεύει σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. διεθνούς επιστημον. όρου,… … Dictionary of Greek
φερ(ρ)οαυγίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού σιδηροαυγίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferroaugite] … Dictionary of Greek
φερ(ρ)οκένιο — το, Ν χημ. σύμπλοκη οργανική ένωση τού σιδήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferrocene] … Dictionary of Greek
φερ(ρ)οσιλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού σιδηροσιλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ferrosilite] … Dictionary of Greek