-
1 Φερσεφονη
-
2 φερσεφόνη
φερσεφόνη, poet. for Περσεφόνη, Pi.O.14.21; Φερσεφόνας ἔδος, of Acragas, Id.P.12.2, cf. Pl.Cra. 404c; [full] φερσεφόνεια Orph.H.24.11, al.:—Adj. [full] φερσεφόνειος, α, ονA, δώματα AP7.483
. (Expld. asτὸ διὰ τῶν καρπῶν φερόμενον καὶ φονευόμενον πνεῦμα Cleanth.Stoic.1.124
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερσεφόνη
-
3 Φερσεφόνη
Φερσέφασσαfem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Φερσέφασσαfem dat sg (attic epic ionic) -
4 Φερσεφόνῃ
Βλ. λ. Φερσεφόνη -
5 Φερσεφόνηι
Φερσεφόνῃ, Φερσέφασσαfem dat sg (attic epic ionic) -
6 Φερσεφονεια
ἡ HH. = Φερσεφόνη См. Φερσεφονη -
7 Περσεφόνη
Περσεφόνη, ἡ, [dialect] Ep. [full] Περσεφόνεια Il. and Od., the common form first in h.Cer.56, Hes.Th. 913; [full] Φερσεφόνη, Simon.124 B. Pi.O.14.21, BMus.Inscr.942 (iii B. C.), etc.; [full] Φερσεφονείη, CIG4588; [full] Περσέφασσα, A.Ch. 490, etc.; [full] Φερσέφασσα, S.Ant. 894, E.Hel. 175 (lyr.); [full] Φερσέφαττα, Ar.Th. 287, Ra. 671; [full] Φερρέφαττα, Pl.Cra. 404c, IG22.1437.58, Epicr.9:— Persephone, Il.9.569, Hes. l.c., etc.:—hence [full] Φερρεφάττιον or [suff] περπερ-εῖον, τό, D.54.8, AB314; cf. Κόρα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Περσεφόνη
См. также в других словарях:
Φερσεφόνη — Φερσέφασσα fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερσεφόνῃ — Φερσέφασσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερσεφόνηι — Φερσεφόνῃ , Φερσέφασσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
Φερσεφόνειος — εία, ον, Α [Φερσεφόνη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φερσεφόνη … Dictionary of Greek
Phersephone — PHERSEPHONE, is, Gr. Φερσεφόνη, ης, des Myus Tochter und des Königes zu Orchomenus, Amphions, Gemahlinn, welcher unter andern des Neleus Gemahlinn und Nestors Mutter, Chloris, mit ihr zeugete. Pherecyd. ap. Schol. ad Hom. Od. Λ. 280 … Gründliches mythologisches Lexikon
PHERSEPHONE — eadem quae Proserpina, de qua Isacius in Lycoph. Περσεφόνη δὲ καὶ Ἴσις, καὶ Γῆ, καὶ Πιέα, καὶ Ε῾ςτία, καὶ Πάνδωρα, καὶ ἕτερα μύριας ὀνομάζεται. Tellurem intelligit, quod clarius elucet ex Φερσεφονέιας etymo, de quo Hesych. Φερσεφόνη ἡ τῆς… … Hofmann J. Lexicon universale
Φερσέφασσα — και Φερσέφαττα και Φερσεφόνη και Φερσεφονείη και Φερσεφάασσα και αττ. τ. Φερρέφαττα, ἡ, Α βλ. Περσεφόνη … Dictionary of Greek