-
1 Φερρεφαττα
ἡ Plat. = Περσέφασσα См. Περσεφασσα -
2 Φερρέφαττα
Φερσέφασσαfem nom /voc sg (attic) -
3 Φερρέφατθ'
Φερρέφαττα, Φερσέφασσαfem nom /voc sg (attic)Φερρέφατται, Φερσέφασσαfem nom /voc pl (attic) -
4 Περσεφασσα
атт. Aesch., Eur. Περσέφαττα, тж. Soph., Eur. Φερσέφασσα, Arph. Φερσέφαττα и Plat. Φερρέφαττα ἥ = Περσεφόνη См. Περσεφονη -
5 Περσεφόνη
Περσεφόνη, ἡ, [dialect] Ep. [full] Περσεφόνεια Il. and Od., the common form first in h.Cer.56, Hes.Th. 913; [full] Φερσεφόνη, Simon.124 B. Pi.O.14.21, BMus.Inscr.942 (iii B. C.), etc.; [full] Φερσεφονείη, CIG4588; [full] Περσέφασσα, A.Ch. 490, etc.; [full] Φερσέφασσα, S.Ant. 894, E.Hel. 175 (lyr.); [full] Φερσέφαττα, Ar.Th. 287, Ra. 671; [full] Φερρέφαττα, Pl.Cra. 404c, IG22.1437.58, Epicr.9:— Persephone, Il.9.569, Hes. l.c., etc.:—hence [full] Φερρεφάττιον or [suff] περπερ-εῖον, τό, D.54.8, AB314; cf. Κόρα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Περσεφόνη
-
6 φερσέφασσα
φερσέφασσα, ἡ,A = Περσέφασσα, Περσεφόνη, S.Ant. 894, E.Hel. 175 (lyr.): [dialect] Att. [full] φερρέφαττα, Ar.Th. 287, Ra. 671 (with vv. ll.), Pl.Cra. 404c, 404d, Hesperia 4.21 (Athens, iv B. C.); also [dialect] Dor.τὰν Φερρέφατταν Epicr.9.3
; [full] φερσεφάασσα Epigr. ap. Arist.Mir. 843b27:—hence [full] φερσεφάσσια, τά, festival at Cyzicus, IGRom.4.949 ([place name] Chios). (Etym. uncertain:παρὰ τὸ φέρβειν τὴν φάτταν Porph.Abst.4.16
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φερσέφασσα
См. также в других словарях:
Φερρέφαττα — Φερσέφασσα fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερρέφατθ' — Φερρέφαττα , Φερσέφασσα fem nom/voc sg (attic) Φερρέφατται , Φερσέφασσα fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
Φερρεφάτιον — και Φερρεφατεῑον, τὸ, Α [Φερρέφαττα] ναός ή ιερό αφιερωμένο στην Περσεφόνη … Dictionary of Greek
Φερσέφασσα — και Φερσέφαττα και Φερσεφόνη και Φερσεφονείη και Φερσεφάασσα και αττ. τ. Φερρέφαττα, ἡ, Α βλ. Περσεφόνη … Dictionary of Greek