Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Τρῳός

См. также в других словарях:

  • τρωός — ὁ, Α βλ. τρώϊος …   Dictionary of Greek

  • Τρωός — Τρώς Tros masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρῳός — Τρωιός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρῷος — Τρώιος of Tros masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρώας — Αρχαία χώρα, ΒΔ της Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Τροίας. Με το όνομα Τ. αναφέρονται και δύο ιστορικά πρόσωπα: η κόρη του βασιλιά των Μολοσσών Νεοπτόλεμου, αδελφή της Ολυμπιάδας, μητέρας του Μεγάλου Αλέξανδρου, και η κόρη του βασιλιά των… …   Dictionary of Greek

  • τρωοφθόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τους Τρώες («τρωοφθόρα δούρατ Ἀχαιῶν», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρώς, Τρωός + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. Γιγαντο φθόρος] …   Dictionary of Greek

  • τρώϊος — ωΐη, ον και συνηρ. τ. αρσ. τρῳός Α [Τρως] 1. ο τρωικός 2. ο Τρώας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»