Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Τενέδιος

См. также в других словарях:

  • Τενέδιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενέδιος — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Εμμανουήλ. Έζησε τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου. Τον επαινεί ο Νεόφυτος Δούκας για τη μόρφωσή του. Έγραψε Διατριβή εις θουκυδίδην και της κατ’ αυτόν ιστορίας επιτομή (Βιέννη 1799). Πολλοί τον θεωρούν και μεταφραστή …   Dictionary of Greek

  • Τενεδίων — Τενέδιος fem gen pl Τενέδιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενέδιον — Τενέδιος masc acc sg Τενέδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίη — Τενέδιος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίοις — Τενέδιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίοισι — Τενέδιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίου — Τενέδιος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίους — Τενέδιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενεδίῳ — Τενέδιος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τενέδιοι — Τενέδιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»