-
1 Συρακουσών
-
2 Συρακουσῶν
-
3 διαρτάω
A suspend, Hsch., dub. l. for διαττᾶσθαι, Plb.34.9.10.II to separate,διδύμους Ph.2.303
, al., cf. Heliod. ap.Orib.44.10.5;τὴν δύναμιν ἀπὸ Συρακουσῶν Plu.Tim.25
;διηρτημένα ἀπ' ἀλλήλων Str.5.3.7
: c. gen.,σῶμα τοῦ ὅλου διαρτηθέν Ph.2.509
; dismember, Plot.6.9.5; interrupt,τὰς ἀκολουθίας D.H.Dem. 40
; forced apart,Id.
Comp.20;διηρτημένων.. φωνῶν Demetr.Lac.1014.48
F.; διηρτῆσθαι, of argument, to lack connexion, be incoherent, διηρτημένα τινὰ καὶ ψευδῆ ib.46F., cf. S.E. P.2.153.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαρτάω
-
4 πάρεσις
II slackening of strength, paralysis, Hp.Epid.4.45 ;παραπληγίη π. ἁφῆς καὶ κινήσιος Aret.SD 1.7
, cf. 2.5, Plu.2.652e.2 metaph., ἡ ἀπὸ τῆς ὕλης π. Dam.Pr. 440.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάρεσις
-
5 περιήγησις
II geographical description,ἡ π. τῆς χώρας Str.9.2.6
;οἱ τὰς π. καὶ τοὺς περίπλους ποιησάμενοι Ath.7.278d
;π. γῆς γράφειν Aristid. Or.26(14).102
, cf. Porph.Antr.2 (pl.); τῆς οἰκουμένης π., title of poem by Dionysius of Alexandria; π. Συρακουσῶν, title of work by Crito, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιήγησις
-
6 ἀπολείπω
A leave over or behind,οὐδ' ἀπέλειπεν ἔγκατα Od.9.292
, cf. Heraclit.56, etc.; D.; bequeath, Test. Epict.2.3, cf. Mosch.3.97; ἀ. κληρονόμον leave as one's heir, POxy. 105.3 (ii A.D.); bequeath to posterity, of writings, D.L.8.58, cf. 7.54.2 leave hold of, lose,ψυχάν Pi.P.3.101
(tm.);βίον S.Ph.
(lyr., tm.); (lyr.): conversely, (lyr.). 3. leave behind in the race, distance: generally, surpass, X.Cyr.8.3.25, Lys.2.4;τινὰ περί τι Isoc.4.50
:—more freq. in [voice] Med. and [voice] Pass., v. infr. 4. leave undisputed: hence, admit, Chrysipp.Stoic.3.173, Phld.Piet.17, S.E.M.7.55, D.L.7.54;αἰτίαν νόσων ἀ. τὸ αἷμα MenoIatr.11.43
; [ὁ Διοκλῆς] τὴν φρόνησιν περὶ τὴν καρδίαν ἀ. Herod.
[voice] Med. in Rh.Mus.49.540.5. leave, allow,ὑπερβολὴν οὐδὲ ταῖς ἑταίραις Jul.Or.7.210d
.II desert, abandon, one's post, etc., οὐδ' ἀπολείπουσιν κοῖλον δόμον, of bees, Il.12.169, cf. Hdt.8.41, al.; ἀ. (sc. τὴν πολιορκίην) Id.7.170; τὴν ξυμμαχίαν, τὴν ξυνωμοσίαν, Th.3.9,64; of persons, ; ξεῖνον πατρώϊον ἀ. leave him in the lurch, Thgn.521;ἀπολιπὼν οἴχεται Hdt.3.48
, cf. 5.103, Ar.Ra. 83; of a wife, desert her husband, And.4.14, D.30.4 (not of the husband, Luc.Sol.9); of sailors, desert,τὴν ναῦν D.50.14.2
. c. inf., ἀ. τούτους κακῶς γηράσκειν leave them to grow old, X.Oec. 1.22.3. leave undone or unsaid,ὅσα ἀπέλιπε κτείνων τε καὶ διώκων.. σφέα ἀπετέλεσε Hdt.5.92
.ή; ὕβρεως οὐδ' ὁτιοῦν ἀ. D.54.4
, cf. Pl.R. 420a; omit, συχνὰ ἀπολείπω ib. 509c.III leave open, leave a space,ἀ. μεταίχμιον οὐ μέγα Hdt.6.77
;ἀ. ὡς πλέθρον X.An. 6.5.11
; μικρὸν ἀ. leaving a small interval, Hero Aut.27.1.IV intr., cease, fail, ; opp. γίνεται, Diog.Apoll.7; of rivers, fall, sink, Hdt.2.14,93;ἀ. τὸ ῥέεθρον Id.2.19
;τῆς θαλάττης τὰ μὲν ἀπολειπούσης, τὰ δ' ἐπιούσης Arist.Mete. 353a22
; of swallows,δι' ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι Hdt.2.22
; of youth, begin to decay, X.Smp.8.14; fail, flag, lose heart, Id.Cyr.4.2.3; of the moon, wane, Arist.APo.0.98a33.2 c. gen., to be wanting of or in a thing,προθυμίας οὐδὲν ἀ. Th.8.22
, cf. Pl.R. 533a: freq. of numbers,μηδὲν ἀ. τῶν πέντε κτλ. Id.Lg. 828b
;τῶν εἴκοσιν ὀλίγον ἀ. Arist.HA 573b16
, etc.; ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀ. τρεῖς δακτύλους wanting three fingers of four cubits, Hdt.1.60, cf. 7.117; : c. inf., ὀλίγον ἀπέλιπον ἐς Ἀθήνας ἀπικέσθαι wanted but little of coming, Hdt.7.9.ά; βραχὺ ἀ. διακόσιαι γενέσθαι Th.7.70
; ;ἡ πόλις μικρὸν ἀπέλιπεν ἔρημος εἶναι Plu. Tim.
I.3 c. part., leave off doing,ἀ. λέγων X.Oec.6.1
: abs., ὅθεν ἀπέλιπες from the point at which.., Pl.Grg. 497c, cf. Phd. 78b, Is.5.12.B [voice] Med. ([tense] aor. ἀπελιπόμην in A.R.1.399 (tm.)), like [voice] Act.1.1, bequeath to posterity, Hdt.2.134 codd.; cf. ἀπολείψεται· ἐάσεται, Hsch.C [voice] Pass., to be left behind, stay behind, Th.7.75 (v. l. for ὑπο-) X. Cyr.1.4.20; ; to be unable to follow an argument, be at a loss, Pl.Tht. 192d.2 to be distanced by, inferior to,ἀ. [ἀπὸ] τῶν ἄλλων θηρίων Diocl.Fr.145
; to be inferior,ἔν τισι Isoc.12.61
.II to be absent or distant from, c. gen.,πολὺ τῆς ἀληθηΐης ἀπολελειμμένοι Hdt.2.106
, cf. Pl.R. 475d; (lyr.): c. gen. pers., X.Mem.4.2.40, Pl.Smp. 192d: abs., E.Or. 80, Pl.Phdr. 240c; to be deprived of,τοῦ σοῦ.. μὴ ἀπολείπεσθαι τάφου S.El. 1169
;πατρῴας μὴ ἀ. χθονός E.Med.35
;τῶν πρὶν ἀπολειφθεὶς φρενῶν Id.Or. 216
.2 to be wanting in, fall short of,ὅτι τοῦ σκώπτειν ἀπελείφθη Ar.Eq. 525
; τοῖς ἀπολειφθεῖσι (sc.τῆς παιδείας D.18.128
, cf. Isoc.12.209; ἀπολειφθεὶς ἠμῶν without our cognizance, D.19.36; to be left in ignorance of..,Id.
27.2; καιροῦ ἀ. miss the opportunity, Id.34.38, cf. Isoc.3.19; θεάματος, ἑορτῆς ἀ., Luc.DMar.15.1, Sacr.1;εἰσβολῆς Isoc.14.31
.3 remain to be done, Plb.3.39.12: impers., ἀπολείπεται λέγειν, διδάσκειν, D.L.7.85, S.E.M.7.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολείπω
См. также в других словарях:
Συρακουσῶν — Συράκουσα a Syracusan fem gen pl Συρᾱκουσῶν , Συράκουσαι a Syracusan fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγαθοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος των Συρακουσών (Θέρμες 361 – Συρακούσες 289 π.Χ.). Γιος αγγειοπλάστη, φυγάδας από το Ρήγιο, έγινε ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της δημοκρατικής παράταξης στις Συρακούσες, τόσο για τα ρητορικά όσο και για τα… … Dictionary of Greek
Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… … Dictionary of Greek
κατάνη — (Catania). Πόλη (306.464 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, στην ανατολική ακτή της Σικελίας, στους πρόποδες του ηφαιστείου της Αίτνας. Αφού καταστράφηκε πολλές φορές από σεισμούς και από λάβα της Αίτνας, ανοικοδομήθηκε στη σημερινή της θέση έπειτα από… … Dictionary of Greek
Γέλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γ. Α’ (περ. 540 – 478 π.Χ.). Τύραννος της Γέλας και των Συρακουσών, γιος του Δεινομένη. Καταγόταν από τον ιεραρχικό οίκο του Τηλίνη, ιερέα των χθόνιων θεοτήτων, από την Τήλο. Αρχικά, αρχηγός ιππικού του τυράννου της… … Dictionary of Greek
Λεοντίνοι — Αρχαία πόλη της Σικελίας. Ήταν χτισμένη πάνω σε λόφο ο οποίος υψωνόταν στην πεδιάδα Λεόντιον, μεταξύ Κατάνης και Συρακουσών. Ιδρύθηκε το 730 π.Χ. από Νάξιους αποίκους και δεν άργησε να γίνει στόχος διαφόρων κατακτητών. Το 498 π.Χ. την κατέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… … Dictionary of Greek
Αρέθουσα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, κόρη του Νηρέα και της Δωρίδας, συνοδός της Άρτεμης. Το όνομα σημαίνει πηγή, κρήνη. Την αγάπησε o ποτάμιος θεός Αλφειός και την κυνήγησε. Μεταμορφωμένη σε πηγή από τη θεά Άρτεμη, η Α. πέρασε τη θάλασσα μεταξύ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Criton of Pieria — (Greek Κρίτων Πιεριώτης, Πιερ(ι)εύς), (Latin Crito Pieriota, ( iotes), Pierius, Pierensis) was a 2nd century Greek historian. Titles of works Παλληνικά Pallenica, On Pallene, Chalcidice Συρακουσῶν κτίσις The foundation of Syracuse Περσικά Persica … Wikipedia
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek