Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Σκύλλην

См. также в других словарях:

  • Σκύλλην — Σκύλλα fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλλην — σκύλλω torn pres inf act (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετραίος — αία, ον, θηλ. και αίη, Α [πέτρα] 1. αυτός που ανήκει στην πέτρα, στον βράχο (α. «σκιὴ πετραία», Ησίοδ. β. «ἠχὼ πετραία», Κωμ. Αδ.) 2. εκείνος που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», Ομ. Οδ. β. «ὄρνις πετραῑος», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»