Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Σάρδεις

См. также в других словарях:

  • Σάρδεις — fem nom/voc pl (attic epic ionic) Σάρδεις fem nom/acc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδεις — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στη συμβολή του Πακτωλού και του Έρμου. Ασφαλείς πληροφορίες για την πόλη έχουμε από τότε που έγινε πρωτεύουσα του λυδικού κράτους, και με ακρίβεια χρονολογείται στο 652 η καταστροφή της από τους Κιμμέριους.… …   Dictionary of Greek

  • Σάρδεις — οι εων, αρχαία πόλη της Λυδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Сарды — (Σάρδεις или Σάρδις) главный гор. Лидии, знаменитый своими богатствами, у сев. склона Тмола, на берегах р. Пактола. С. были резиденцией лидийских царей, позднее персидских и селевкидских сатрапов. Акрополь С. считался неприступным. Жилища народа …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Σαρδιηνοῦ — Σάρδεις masc/neut gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδιηνός — Σάρδεις masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρδίων — Σάρδεις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδεσι — Σάρδεις fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδεσιν — Σάρδεις fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδης — Σάρδεις fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάρδιας — Σάρδεις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»