-
1 Ποσειδανιος
-
2 Ποσειδάνιος
a belonging to Poseidon Ποσειδανίοισιν ἵπποις (- ίαισιν e Σ Boeckh) O. 5.21 Ποσειδάνιον ἂν τέμενος at the Isthmus N. 6.41Πος]ειδάνιο[ν] γένος[ Pae. 2.41
b son of PoseidonΠοσειδάνιον πέφνε Κτέατον ἀμύμονα O. 10.26
-
3 Ποσειδάνιος
A v. Ποσειδώνιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ποσειδάνιος
-
4 Ποσειδώνιος
A sacred to Poseidon, v.l. in E.Ph. 188 (lyr.):— also [full] Ποσειδᾱώνιος, AP6.4 (Leon.); [dialect] Dor. [full] Ποσειδάνιος [ᾱ] Pi.O.5.21, 10(11).26, B.Fr.6, S.OC 1494 (lyr.), E.l.c. (lyr.).II [full] Ποσειδώνιον (sc. ἱερόν), τό, temple of Poseidon, Th.4.129, Paus.10.38.8; [full] Ποσειδώνειον, Arist.Vent. 973a16; [dialect] Dor. [full] Ποσειδάνειον AB430, Suid. s.v. Ἀπολλώνιον; Delph. [full] Ποτειδάνιον SIG 247 111 12 (iv B.C.).III [full] Ποσειδώνια, τά, his festival, Str.10.5.11, Ath.13.59of; [dialect] Dor. [full] Ποσειδάνια GDI4271.10 ([place name] Rhodes), SIG1028.24 (Cos, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ποσειδώνιος
-
5 τριόδους
II [full] τριόδους, ὁ, as Subst., = τρίαινα, trident, Pi.O. 9.30, I.8(7).37, Pae.4.43;Ποσειδάνιος τ. B.Fr.6
; trident, leister, for spearing fish, Pl.Sph. 220c, Epicr.7, Arist.Fr. 338, Thphr.Fr. 178, Inscr.Délos 1408 D8 (ii B. C.), cf. AP11.126.2 τ. πλάγιος, of the letter E, Agatho 4.4, Theodect.6.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριόδους
См. также в других словарях:
ποσειδάνιος — ία, ον, Α βλ. ποσειδώνιος … Dictionary of Greek
ποσειδώνιος — (Απάμεια, Συρία 135 π.Χ. περίπου – μέσα 1ου αι. π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Μαθητής του Παναίτιου στην Αθήνα, αφού πραγματοποίησε μεγάλα επιστημονικά ταξίδια, ίδρυσε δική του σχολή στη Ρόδο, στην οποία είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τον… … Dictionary of Greek