Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Πολύφᾱμος

См. также в других словарях:

  • πολύφαμος — πολύφᾱμος , πολύφαμος masc/fem nom sg πολύφᾱμος , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφαμος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πολύφημος …   Dictionary of Greek

  • πολύφαμον — πολύφᾱμον , πολύφαμος masc/fem acc sg πολύφᾱμον , πολύφαμος neut nom/voc/acc sg πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem acc sg (doric) πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • πολύφαμε — πολύφᾱμε , πολύφαμος masc/fem voc sg πολύφᾱμε , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»