-
1 πολυφαμος
-
2 Πολυφαμος
-
3 δυσερως
-
4 πολυφημος
-
5 Πολυφημος
дор. Πολύφᾱμος ὅ Полифем1) сын Посидона и нимфы Тоосы, киклоп, ослепленный Одиссеем Hom.2) сын Элата, один из лапифов Hom.
См. также в других словарях:
πολύφαμος — πολύφᾱμος , πολύφαμος masc/fem nom sg πολύφᾱμος , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφαμος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πολύφημος … Dictionary of Greek
πολύφαμον — πολύφᾱμον , πολύφαμος masc/fem acc sg πολύφᾱμον , πολύφαμος neut nom/voc/acc sg πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem acc sg (doric) πολύφᾱμον , πολύφημος abounding in songs and legends neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
πολύφαμε — πολύφᾱμε , πολύφαμος masc/fem voc sg πολύφᾱμε , πολύφημος abounding in songs and legends masc/fem voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)