-
1 σερός
σερός· χθές, Ἠλεῖοι, Hsch. [full] σέρτης· γέρανος, Πολυρρήνιοι, Id. -
2 θάπτα
Grammatical information: f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 388 etc. compares λάττα \< *λαπτα (glossed as μυῖα, Πολυρρήνιοι H), and δάπτης (Lyc.), and Lat. tabānus `horse-fly'.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θάπτα
-
3 κάρα
Meaning: αιξ ἥμερος Πολυρρήνιοι ὑπὸ Γορτυνίων... ἄλλοι δε ἡ συκῆ. Ἴωνες τὰ πρόβατα, καὶ την κεφαλήν H.Origin: XX [etym. unknown]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάρα
-
4 κόμβα
Grammatical information: f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Bechtel Dial. 2, 788 connects κόμβησαν ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσαν and κομβακεύεται κόμπους λέγει H. Cf also κόμπος and βομβέω, all sound-imitating, popular words, where crosses are possible. S. also 3. κύμβη. If the last word is a variant, the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 1,907Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόμβα
-
5 κύμβη 3
κύμβη 3.Grammatical information: f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κύμβη 3
См. также в других словарях:
σέρτης — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «γερανός. Πολυρρήνιοι». (II) ο, θηλ. σέρτισσα, Ν άνθρωπος οξύθυμος, σκληρός και εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sert] … Dictionary of Greek