Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

δάπτης

См. также в других словарях:

  • δάπτης — eater masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπτης — ο (Α δάπτης, θηλ. δάπτρια και δάπτειρα, η) [δάπτω] νεοελλ. ονομασία κολεόπτερου τής οικογένειας των καραβίδων αρχ. αυτός που κατατρώει, που καταστρέφει («δάπτρια νοῡσος») …   Dictionary of Greek

  • δάπταις — δάπτης eater masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπτη — δάπτης eater masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπτω — δάπτης eater masc gen sg (attic epic ionic) δάπτω devour pres subj act 1st sg δάπτω devour pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάπτειρα — δάπτειρα, η (Α) βλ. δάπτης …   Dictionary of Greek

  • δάπτρια — δάπτρια, η (Α) βλ. δάπτης …   Dictionary of Greek

  • σιτοδάπης — ὁ, Α αυτός που κατατρώγει το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δάπης, αντί τού δάπτης (< δάπτω «κατατρώγω»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»