-
1 Πειραικός
Πειραϊκός, Πειραιεύςfrom P.masc nom sgΠειραικόςfrom P.masc nom sg -
2 πειραικός
πειραϊκός, πειραικόςfrom P.masc nom sg -
3 Πειραικος
-
4 πειραϊκός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειραϊκός
-
5 Πειραικών
Πειραϊκῶν, Πειραιεύςfrom P.fem gen plΠειραϊκῶν, Πειραιεύςfrom P.masc /neut gen plΠειραικόςfrom P.fem gen plΠειραικόςfrom P.masc /neut gen pl -
6 Πειραικῶν
Πειραϊκῶν, Πειραιεύςfrom P.fem gen plΠειραϊκῶν, Πειραιεύςfrom P.masc /neut gen plΠειραικόςfrom P.fem gen plΠειραικόςfrom P.masc /neut gen pl -
7 πειραικών
-
8 πειραικῶν
-
9 λίθος
ο 1. камень (тж. мед.);λίθος πειραϊκός — туф;
λίθαργός — каменная глыба;
(πολύτιμος) λίθ — драгоценный камень;
θεμέλιος λίθος — фундаментный камень;
ακρογωνιαίος λίθος прям., перен. — краеугольный камень;
§ δεν έμεινε λίθος επί λίθου — камня на камне не оставил;
κινώ πάντα λίθον — пускать в ход все средства;
2. (η):ηρακλεία λίθος — магнит;
λίθος καυστική — едкий калий;
λίθος κυανούς — медный купорос;
λίθος της κολάσεως — ляпис;
φιλοσοφική λίθος — философский камень;
λυδία λίθος — пробный камень
-
10 Πειραικής
Πειραϊκῆς, Πειραιεύςfrom P.fem gen sg (attic epic ionic)Πειραικόςfrom P.fem gen sg (attic epic ionic) -
11 Πειραικῆς
Πειραϊκῆς, Πειραιεύςfrom P.fem gen sg (attic epic ionic)Πειραικόςfrom P.fem gen sg (attic epic ionic) -
12 Πειραικοίς
-
13 Πειραικοῖς
-
14 Πειραικώ
-
15 Πειραικῷ
-
16 Πειραικάς
Πειραϊκά̱ς, Πειραιεύςfrom P.fem acc plΠειραικά̱ς, Πειραικόςfrom P.fem acc pl -
17 πειραικής
-
18 πειραικῆς
-
19 πειραικοίς
-
20 πειραικοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πειραικός — Πειραϊκός , Πειραιεύς from P. masc nom sg Πειραικός from P. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραικός — πειραϊκός , πειραικός from P. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραϊκός — (I) ή, ό / πειραϊκός, ή, όν, ΝΑ [Πειραιάς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά (α. «Πειραϊκός Σύνδεσμος» β. «Σύλλας τὸ μεταξὺ τῆς Πειραϊκῆς πύλης καὶ τῆς ἱερᾱς κατασκάψας», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προέρχεται από τον Πειραιά 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πειραϊκός — ή, ό βλ. πειραιώτικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πειραικῶν — Πειραϊκῶν , Πειραιεύς from P. fem gen pl Πειραϊκῶν , Πειραιεύς from P. masc/neut gen pl Πειραικός from P. fem gen pl Πειραικός from P. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραικῶν — πειραϊκῶν , πειραικός from P. fem gen pl πειραϊκῶν , πειραικός from P. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Championnat de Grèce de football — Infobox compétition sportive Superleague Elláda Σούπερ Λίγκα Ελλάδα Généralités Création 1927 Autre(s) nom(s) Championn … Wikipédia en Français
πειραιώτικος — η, ο [Πειραιώτης] πειραϊκός, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά ή αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον Πειραιά … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Μαρής, Δημήτριος — (Ταϊγάνι, Ρωσία 1905 – Αθήνα 1964). Πιανίστας και συνθέτης. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο ωδείο του Κιέβου και εργάστηκε για μερικά χρόνια ως βοηθός αρχιμουσικού στην εκεί Όπερα. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε οριστικά το 1925, για να διοριστεί λίγα… … Dictionary of Greek