-
1 Πειραιεί
-
2 Πειραιεῖ
-
3 Πειραιεύς
AΠειραιῶς Th.2.93
, Isoc. 16.46, D.8.7, 24.134, Moer. p.314P. ; dat.Πειραιεῖ X. HG2.4.30
; acc. Πειραιᾶ ib.5.4.34, Th. 2.93, Pl. R. 327a, D. 17.26 ; [dialect] Ion.Πειραιέα Hdt. 8.85
:—Loc. [full] Πειραιοῖ, in Piraeus, X. HG 2.4.32, Ael. VH 2.13 ; [full] Πειραιόθεν, from P., Alciphr. 2.4.—The form [full] Πειραεύς is freq. in Inscrr., IG2.2459b2, etc. ;Πειρᾰέως AP6.349
(Phld.) ; Πειραιεῖ Ar. Pax 165, but - αῐεῖ ib. 145 :—Adj. [full] Πειραϊκός, ή, όν, IG22.456.33, Plu. Sull. 14, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πειραιεύς
-
4 διαιτάω
Aδιῄτων D.H.2.75
, alsoἐδιαίτων AB91
, in compos.κατ-εδιῄτα D.49.19
: [tense] fut.διαιτήσω Id.29.58
: [tense] aor. 1διῄτησα Is.2.31
, Plu.Pomp.12, etc.;ἀπ-εδιῄτησα Is.12.12
, D.40.17;κατεδ- Id.21.84
,96;μετεδ- Luc.DMort.12.3
; [dialect] Dor.διαίτᾱσα Pi.P.9.68
: [tense] pf.δεδιῄτηκα D.33.31
: [tense] plpf.κατ-εδεδιῃτήκει Id.21.85
:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] impf.διῃτώμην Pl.Com.168
, Lys.32.8, etc., but [ per.] 2sg.ἐδιῃτῶ Lib.Or.64.93
; [dialect] Ion. διαιτώμην, -ᾶτο, Hdt.3.65, 4.95, part.διαιτεύμενος Hp.Ep.19
( Hermes53.64): [tense] fut.διαιτήσομαι Lys.16.4
:—pass. forms, [tense] aor.διῃτήθην Th.7.87
, Is.6.15;διαιτήθην Hdt.2.112
([tense] aor. [voice] Med. only κατα-): [tense] pf.δεδιῄτημαι Th.7.77
, laterδιῄτημαι Hdn.6.9.5
, Gal.6.249: [tense] plpf.ἐξεδεδιῄτητο Th.1.132
.—The double augm. and redupl. is the rule in compds., but in the simple Verb occurs only in [tense] pf. (but δεδιαίτ- in Arist.Ath.53.4 Pap.) and [tense] plpf.:—treat,τινά πως Hp.Aph.1.7
;δ. τοὺς νοσοῦντας οἵκοι Plu.Cat.Ma.23
;κατὰ ποτόν δ. Hp.Epid.3.9
:—[voice] Pass.,διαιτᾶται σκέλος Id.Art.58
, cf. Porph. Abst.1.2.2 [voice] Med. and [voice] Pass., lead one's life, live,ἐπ' ἀγροῦ Hdt. 1.120
, cf. 123, Th.1.6;παρά τινι Hdt.2.112
, S.OC 928; τοὐν δόμοισιν ἦν διαιτᾶσθαι γλυκύ ib. 769; ἄνω, κάτω, live up or down-stairs, Lys.1.9;ἐν Πειραιεῖ Id.32.8
;ἐν πύργῳ Aen.Tact.11.3
;πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δ.
live in the observance of..,Th.
7.77; ἐν ὅπλοις ἀεὶ καὶ πολεμικοῖς ἔργοις διῃτημένος Hdn.l.c.;δ. ἀκριβῶς And.4.32
;ἀνειμένως Th.2.39
, cf. 1.6, etc.;δίαιταν δ. μοχθηράν Pl.Ep. 330c
.II to be arbiter or umpire, Is.2.29: c. inf., διῄτησαν ἡμᾶς ἀποστῆναι ib. 31;οὗτος διαιτῶν ἡμῖν D.21.84
: c. acc. cogn.,δ. δίαιταν Arist.Ath. 53.5
; also οἱ τὴν Οἰνηΐδα διαιτῶντες the panel of arbitrators for the tribe Oeneis, D.47.12.2 c. acc. rei, arbitrate on,παισὶ φιλήματα Theoc.12.34
;νείκη D.H.7.52
.b decide, prove a thing, Pi.P. 9.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιτάω
-
5 ναυκληρέω
A to be a shipowner, Ar.Av. 598, X.Lac.7.1, Lys.6.49; Ἐρασικλῆς μαρτυρεῖ κυβερνᾶν τὴν ναῦν ἣν Ὑβλήσιος ἐναυκλήρει Test. ap. D.35.20: c. gen.,φορτηγὸν ἧς ἐναυκλήρει Ῥωμαῖος ἀνήρ Plu.Pomp. 73
.II to be manager of a tenement-house (v.ναύκληρος 11
),ν. συνοικίαν ἐν Πειραιεῖ Is.6.19
, cf. Alex. 138.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυκληρέω
-
6 νεώσοικος
A dock, Ar.Ach.96: mostly in pl., shipsheds, slips, in which ships might be built, repaired, or laid up in winter, Hdt.3.45, Cratin.197, And.3.7, Th.7.25,64, Lys.30.22, IG22.505.14: divisim,ἐν Πειραιεῖ νεώς εἰσιν οἶκοι Paus.1.29.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεώσοικος
-
7 ῥέμβω
A turn round and round, [voice] Act. ῥέμβει· πλανᾶται, Gal.19.134:—[voice] Pass., [tense] aor. inf.ῥεμφθῆναι Hsch.
II [voice] Med. [full] ῥέμβομαι, roam, rove, roll about, Men.481.15, PCair.Zen.447.10 (iii B.C.), Ptol.Euerg.3J., POxy.1581.6(ii A.D.), D.Chr.62.7; ἔξω ῥ. LXX Pr.7.12;ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Plu.Fab.20
;ἐν Πειραιεῖ Id.Dem. 6
;εἰν ἁλί AP9.415
(Antiphil.); ὄμμασι ib.5.288 (Agath.): metaph., to be unsteady, act at random,ἐν τοῖς πράγμασι Plu.Pomp.20
;ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς Id.2.80f
; of food eaten without an appetite, ib. 664a; ῥέμβεται ἡ λέξις is vague, S.E.M.2.52. (Cf. Lith. reñgtis 'bend, curve (intr.)'.)
См. также в других словарях:
Πειραιεῖ — Πειραιεύς from P. masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PIRAEEUS sive PIRAEUS — PIRAEEUS, sive PIRAEUS seu melius Pyraus, nunc Porto di Seline, ab urbe adiacente, vel porte Leone, a Leone marmoreo ibi ad litus sito ad ostia Cephisi fluvii, portus Athenarum, 400. navium capax, a Themistocle, murô 2. mill. pass. urbi… … Hofmann J. Lexicon universale
ASTYNOMI — Athenis erant X. viri, quibus cura psaltriarum ac tibicinum (alii addunt et viarum) incumbebat, de quibus Plato de Republ. l. 6. Hesych. Α᾿ςτύναμος, ὁ διοικῶν κατα τὸ ἄςτυ. Eorum decem fuisse, legitur apud Aristotelem de Republ. Athen. citante… … Hofmann J. Lexicon universale
BACCHI Theatrum — cuius mentio in L. memorata Demostheni in Midiana, Ο῞τμν ἡ πομπἡ τῷ Διονύσῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ ὁι Κωμῳδοὶ καὶ ἐπὶ Ληναίῳ πομπὴ καὶ ὁι Τραγῳδὸι καὶ ὁι Κωμῳδοι καὶ τοῖς ἐν ἄςτει Διονυσίοις ἡ πομπὴ καὶ ὁι παῖδες καὶ ὁ Κῶμος καὶ ὁι Κωμῳδὸι καὶ ὁι… … Hofmann J. Lexicon universale
καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… … Dictionary of Greek
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek