-
1 διαιτάω
Aδιῄτων D.H.2.75
, alsoἐδιαίτων AB91
, in compos.κατ-εδιῄτα D.49.19
: [tense] fut.διαιτήσω Id.29.58
: [tense] aor. 1διῄτησα Is.2.31
, Plu.Pomp.12, etc.;ἀπ-εδιῄτησα Is.12.12
, D.40.17;κατεδ- Id.21.84
,96;μετεδ- Luc.DMort.12.3
; [dialect] Dor.διαίτᾱσα Pi.P.9.68
: [tense] pf.δεδιῄτηκα D.33.31
: [tense] plpf.κατ-εδεδιῃτήκει Id.21.85
:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] impf.διῃτώμην Pl.Com.168
, Lys.32.8, etc., but [ per.] 2sg.ἐδιῃτῶ Lib.Or.64.93
; [dialect] Ion. διαιτώμην, -ᾶτο, Hdt.3.65, 4.95, part.διαιτεύμενος Hp.Ep.19
( Hermes53.64): [tense] fut.διαιτήσομαι Lys.16.4
:—pass. forms, [tense] aor.διῃτήθην Th.7.87
, Is.6.15;διαιτήθην Hdt.2.112
([tense] aor. [voice] Med. only κατα-): [tense] pf.δεδιῄτημαι Th.7.77
, laterδιῄτημαι Hdn.6.9.5
, Gal.6.249: [tense] plpf.ἐξεδεδιῄτητο Th.1.132
.—The double augm. and redupl. is the rule in compds., but in the simple Verb occurs only in [tense] pf. (but δεδιαίτ- in Arist.Ath.53.4 Pap.) and [tense] plpf.:—treat,τινά πως Hp.Aph.1.7
;δ. τοὺς νοσοῦντας οἵκοι Plu.Cat.Ma.23
;κατὰ ποτόν δ. Hp.Epid.3.9
:—[voice] Pass.,διαιτᾶται σκέλος Id.Art.58
, cf. Porph. Abst.1.2.2 [voice] Med. and [voice] Pass., lead one's life, live,ἐπ' ἀγροῦ Hdt. 1.120
, cf. 123, Th.1.6;παρά τινι Hdt.2.112
, S.OC 928; τοὐν δόμοισιν ἦν διαιτᾶσθαι γλυκύ ib. 769; ἄνω, κάτω, live up or down-stairs, Lys.1.9;ἐν Πειραιεῖ Id.32.8
;ἐν πύργῳ Aen.Tact.11.3
;πολλὰ ἐς θεοὺς νόμιμα δ.
live in the observance of..,Th.
7.77; ἐν ὅπλοις ἀεὶ καὶ πολεμικοῖς ἔργοις διῃτημένος Hdn.l.c.;δ. ἀκριβῶς And.4.32
;ἀνειμένως Th.2.39
, cf. 1.6, etc.;δίαιταν δ. μοχθηράν Pl.Ep. 330c
.II to be arbiter or umpire, Is.2.29: c. inf., διῄτησαν ἡμᾶς ἀποστῆναι ib. 31;οὗτος διαιτῶν ἡμῖν D.21.84
: c. acc. cogn.,δ. δίαιταν Arist.Ath. 53.5
; also οἱ τὴν Οἰνηΐδα διαιτῶντες the panel of arbitrators for the tribe Oeneis, D.47.12.2 c. acc. rei, arbitrate on,παισὶ φιλήματα Theoc.12.34
;νείκη D.H.7.52
.b decide, prove a thing, Pi.P. 9.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιτάω
См. также в других словарях:
διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek