-
1 πᾱσί-φιλος
πᾱσί-φιλος, = πάμφιλος, Allen lieb; Πασιφίλη Beiname einer Hetäre, Archil. bei Ath. XIII, 594 c.
-
2 πᾱσίφιλος
πᾱσί-φιλος, allen lieb; Πασιφίλη Beiname einer Hetäre
См. также в других словарях:
πασίφιλος — ον, θηλ. και πασιφίλη, Α αγαπητός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φίλος] … Dictionary of Greek