Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Μηλίων

См. также в других словарях:

  • Μηλίων — Μήλιος from the island of Meios fem gen pl Μήλιος from the island of Meios masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • Κάψης, Ιωάννης — (; – 1680). Πειρατής που έδρασε στην περιοχή του Αιγαίου. Το 1677 ο Κ. εκδίωξε τους Τούρκους από τη Μήλο και αναγορεύθηκε από τον Λατίνο επίσκοπο του νησιού, Αντόνιο Καμίλο, βασιλιάς των Μηλίων. Ο Κ. κατόρθωσε να διατηρήσει τη βασιλεία του νησιού …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία, Βρετανική — (British Columbia). Επαρχία (947.800 τ. χλμ., 3.907.738 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και συνορεύει με τις ΗΠΑ στα Ν (Ουάσινγκτον, Αϊντάχο και Μοντάνα) και στα ΒΔ (Αλάσκα), στα Β …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»