Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Μασσαλιωτης

См. также в других словарях:

  • Μασσαλιώτης — ο, θηλ. Μασσαλιώτισσα και Μασσαλιώτιδα (Α Μασσαλιώτης και Μασσαλιήτης, θηλ. Μασσαλιῶτις) [Μασσαλία] ο κάτοικος τής Μασσαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μασσαλία νεοελλ. (το θηλ. ως προσηγορικό) η μασσαλιώτιδα ο εθνικός ύμνος τών Γάλλων αρχ. ως… …   Dictionary of Greek

  • Μασσαλιώτης — ο θηλ. ισσα ο κάτοικος της Μασσαλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Pytheas — of Massilia (Ancient Greek Πυθέας ὁ Μασσαλιώτης), 4th century BC, was a Greek geographer and explorer from the Greek colony Massilia (today Marseille, France). He made a voyage of exploration to northwestern Europe possibly no earlier than around …   Wikipedia

  • Names for Iceland — There are numerous different names for Iceland, which have over the years appeared in poetry or literature. Contents 1 The names of Iceland 1.1 In Icelandic 1.2 In Latin 2 …   Wikipedia

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • ανακάλυψη — Η δημιουργία γνώσης για κάτι που υπάρχει, αλλά είναι άγνωστο. Η εύρεση μιας νέας χώρας, ενός νέου χημικού νόμου, ενός νέου γαλαξία. Οι πρώτοι εξερευνητές που αναφέρονται στην ιστορία ήταν Αιγύπτιοι ναυτικοί που ανακάλυψαν τις ακτές της Ερυθράς… …   Dictionary of Greek

  • μασσαλιωτικός — ή, ό (Α μασσαλιωτικός, ή, όν) [Μασσαλιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μασσαλία («μασσαλιωτικά προϊόντα») …   Dictionary of Greek

  • μασσαλιώτιδα — (Marseillaise). Ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας. Οι στίχοι και η μουσική του γράφτηκαν το 1792 στο Στρασβούργο από τον Kλοντ Ζοζέφ Ρουζέ ντε Λιλ (Claude Joseph Rouget de Lisle, 1760 1836) και αρχικά τιτλοφορήθηκε Πολεμικό τραγούδι της στρατιάς του… …   Dictionary of Greek

  • Αλβιών — (Albion). Αρχαία ονομασία των Βρετανικών νησιών, που διατηρήθηκε αργότερα μόνο για την Αγγλία. Αναφέρεται και με το όνομα Αλβίων και Αλουίων. Στον Περίπλου του Μαρκιανού (410 π.Χ.) μνημονεύονται δύο νησιά, η Α. και η Ιουερνία, από τα οποία η… …   Dictionary of Greek

  • εκλειπτική — Η τροχιά της Γης γύρω από τον Ήλιο, η οποία είναι μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας. Κατά τη διάρκεια της κίνησης της Γης γύρω από τον Ήλιο, ο Ήλιος φαίνεται ότι κινείται στην ουράνια σφαίρα στο ίδιο επίπεδο και κατά την ίδια φορά. Επομένως ως …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»