Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Μάρκος

См. также в других словарях:

  • Μάρκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρκος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ή Ιωάννης. (Πράξεις ιβ’ 12). Επίσκοπος της Βύβλου ή Βιβλιόπολης της Αντιοχείας. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου. 2. Αναφέρεται και ως Μ. Ευγενικός. Επίσκοπος της Εφέσου. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκος — ο κύρ. όν., ένας από τους τέσσερις ευαγγελιστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μάρκος Αντώνιος — Βλ. λ. Αντώνιος. Όνομα Ρωμαίων στρατιωτικών και πολιτικών και άλλων ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής (5.) …   Dictionary of Greek

  • Μάρκος Αυρήλιος, Αντωνίνος — (Marcus Aelius Aurelius Antoninus, Ρώμη 121 – Βιντόμπονα 180). Ρωμαίος αυτοκράτορας (161 180) και στωικός φιλόσοφος, ισπανικής καταγωγής. Από νεαρή ηλικία αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία και διδάχθηκε τη ρητορική από τον περίφημο Φρόντωνα. Απέκτησε την… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκος ο ευαγγελιστής — (1ος αι. μ.Χ.). Εβραίος ευαγγελιστής, συγγραφέας του Κατά Μάρκον Ευαγγελίου. Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ και από νεαρή ηλικία προσχώρησε στον χριστιανισμό μαζί με την οικογένειά του. Στο σπίτι του κατέφυγε, μετά την έξοδό του από τη φυλακή, ο… …   Dictionary of Greek

  • Μάρκος, Φερντινάντ Εντραλίν — (Ferdinand Edralin Marcos, Σαράτ 1917 – Χαβάη 1989). Φιλιππινέζος πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε νομική και αργότερα συνηγόρησε υπέρ του Μάνουελ Ρόξας στην δίκη του 1946 47. Εξελέγη βουλευτής με το κόμμα των Φιλελευθέρων το 1949 και παρέμεινε στην… …   Dictionary of Greek

  • Μπότσαρης, Μάρκος — (Σούλι 1790 – Καρπενήσι 1823). Αγωνιστής του 1821. Γιος του Κίτσου Μ., υπήρξε από τις επιφανέστερες και ηρωικότερες μορφές της Επανάστασης. Παρακολούθησε από νεαρή ηλικία τον πατέρα του σε όλες τις ενέργειές του εναντίον του Αλή. Διέμεινε στην… …   Dictionary of Greek

  • Αυγέρης, Μάρκος — (Καρίτσα, Ήπειρος 1884 – Αθήνα 1973). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του κριτικού λογοτεχνίας και ποιητή Γεωργίου Παπαδόπουλου. Φοίτησε στο γυμνάσιο στα τουρκοκρατούμενα Ιωάννινα, σπούδασε στην Αθήνα (ήρθε το 1901) γιατρός, και από το 1926 έως το 1947… …   Dictionary of Greek

  • Βαμβακάρης, Μάρκος — (Άνω Χώρα, Σύρος 1905 – Πειραιάς 1972). Λαϊκός συνθέτης, τραγουδιστής και μουσικός. Αφού πέρασε από κάθε είδους επαγγέλματα (εφημεριδοπώλης, λούστρος, μανάβης, λαχειοπώλης, υπάλληλος γραφείου κηδειών, αχθοφόρος, εκδορέας σε σφαγεία) κατέληξε στο… …   Dictionary of Greek

  • Βαφειάδης, Μάρκος — (Θεοδόσια, Μικρά Ασία 1906 – Αθήνα 1992). Ηγετική μορφή της Ελληνικής Αντίστασης (1941 44) και βουλευτής (1989 92). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή πέρασε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια πήγε στην Καβάλα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»