Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Λύκειος

См. также в других словарях:

  • λύκειος — λύκειος, ον, θηλ. και α (AM) αυτός που προέρχεται από λύκο ή ανήκει ή αναφέρεται σε λύκο («λύκειον ἀμφὶ νῶτον ἅψομαι δορὰν καὶ χάσμα θηρὸς ἀμφ ἐμῷ θήσω καρᾳ», Eup.) αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύκειος α) ονομασία ενός μήνα στην Επίδαυρο β)… …   Dictionary of Greek

  • Λύκειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκειος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκειος ή Λύκιος — Προσωνυμία του Απόλλωνα ως θεού του φωτός στο Άργος, στην Αθήνα, στην Επίδαυρο, στα Μέγαρα, στη Λακωνία κ.α. Αργότερα, η επωνυμία αυτή σχετίστηκε με τον λύκο, επειδή ο Απόλλων είχε μεταμορφωθεί στο ζώο αυτό τόσο όταν κυνηγούσε τους Τελχίνες όσο… …   Dictionary of Greek

  • Ликейский — (Λυκεϊος) прозвание Аполлона, первоначально означало его как бога света, потом стало приводиться в связь с символом волка (греч. Λύκος) или с Ликиею (см.) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λύκειε — Λύκειος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκειε — λύκειος of masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκειοι — Λύκειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύκειοι — λύκειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Apolo — Para otros usos de este término, véase Apolo (desambiguación). Apolo Licio, copia r …   Wikipedia Español

  • Λύκει' — Λύκεια , Λύκειον the Lyceum neut nom/voc/acc pl Λύκεια , Λύκειος of neut nom/voc/acc pl Λύκειε , Λύκειος of masc/fem voc sg Λύκειαι , Λυκείη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»