-
1 Λυδιος
-
2 λύδιος
-
3 Λυδικος
-
4 Λυδος
-
5 τροπος
I.ὁ Hom. = τροπωτήρ См. τροπωτηρII.ὅ [τρέπω]1) направлениеπαντοίους τρόπους ἔχειν Her. — идти во всевозможных направлениях;
πάντα τρόπον Her. — по всем направлениям2) способ, образ, манера, лад(ποίῳ, τῷ или τίνι τρόπῳ и τίνα τρόπον; Trag., Plat., Arph.; ἄλλῳ τρόπῳ и ἄλλον τρόπον Thuc., Xen., Plat.)
θατέρου τρόπου Arph. — противоположным образом, напротив;παντὴ τρόπῳ, πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου и πάντας τρόπους Aesch., Xen., Plat. — всеми способами, всячески;καινὸν τρόπον Arph. — по-новому;χαλκοῦ τρόπον Aesch. — словно медь;εἰς и κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον Xen. — таким же образом;ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ Plat. — обычным образом;κατὰ τρόπον Plat. — надлежащим образом (ср. 4);ἀπὸ τρόπου Plat. — неподобающим образом, некстати;ὅ τ. τῆς λέξεως Plat. — манера изъясняться, стиль речи3) характер, нрав(τ. ἀφιλάργυρος NT.)
οὐ τοὐμοῦ τρόπου Plat. — (это) не по мне;πρὸς τρόπου Plat. — по нраву (по вкусу);οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου … Xen. — не в характере Кира было …4) обычай, обыкновениеπαρὰ τὸν τρόπον τινός Thuc. — против чьего-л. обыкновения;
κατὰ τρόπον Plat. — по обыкновению (ср. 2);ὥσπερ τ. ἦν αὐτοῖς Xen. — в соответствии с их обыкновением5) pl. образ действия, поведение Her.οὐκ ἐπαινεῖν τοὺς τρόπους τινός Soph. — не одобрять чьего-л. образа действий
6) муз. тонация, лад(τ. Λύδιος Pind.; μουσικῆς τρόποι Plat.)
7) рит. оборот (речи), троп -
6 υπολυδιος
См. также в других словарях:
Λύδιος — of Lydia masc nom sg Λύδιος of Lydia masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύδιος — α, ο (AM λύδιος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [Λυδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία, αρχαία χώρα τής Μικράς Ασίας, ή προέρχεται από τη Λυδία, λυδικός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λύδιος, η Λυδία ο Λυδός, η Λυδή, αυτός ή αυτή που… … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek
Λύδιον — Λύδιος of Lydia masc acc sg Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc sg Λύδιος of Lydia masc/fem acc sg Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίων — Λύδιος of Lydia fem gen pl Λύδιος of Lydia masc/neut gen pl Λύδιος of Lydia masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίοις — Λύδιος of Lydia masc/neut dat pl Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίοισι — Λύδιος of Lydia masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίου — Λύδιος of Lydia masc/neut gen sg Λύδιος of Lydia masc/fem/neut gen sg Λυδίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίους — Λύδιος of Lydia masc acc pl Λύδιος of Lydia masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λυδίῳ — Λύδιος of Lydia masc/neut dat sg Λύδιος of Lydia masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύδια — Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λύδιος of Lydia neut nom/voc/acc pl Λυδίης masc voc sg Λυδίης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)