-
1 τρόπος
ο1) способ, приём; образ, манера; путь, средство;τρόπος παραγωγής — способ производства;
με τί τρόπο; — каким образом?;
με καινούργιο τρόπο — на новый лад, на новый манер;
με διαφορετικούς τρόπους — на разные лады;
2) образ, склад, характер;τρόπος ζωής ( — или του ζην) — образ жизни;
τρόπος της σκέψης — образ мыслей;
3) (материальные) возможности; средства;4) муз. лад;μείζων (ελάσσων) τρόπος — мажорный (минорный) лад;
§ κατ' αυτόν τον τρόπο — таким образом;
κατά κάποιο τρόπο — или τρόπον τινά — некоторым образом; — так сказать;
κατά τον ίδιο τρόπο — равным образом;
με κανένα τρόπο — или κατ' ούδένα τρόπρν — никоим образом;
με κάθε τρόπο — или διά παντός τρόπου — любым способом, во что бы то ли стало; — всеми средствами;
με τρόπο — осторожно, деликатно
-
2 τροπος
I.ὁ Hom. = τροπωτήρ См. τροπωτηρII.ὅ [τρέπω]1) направлениеπαντοίους τρόπους ἔχειν Her. — идти во всевозможных направлениях;
πάντα τρόπον Her. — по всем направлениям2) способ, образ, манера, лад(ποίῳ, τῷ или τίνι τρόπῳ и τίνα τρόπον; Trag., Plat., Arph.; ἄλλῳ τρόπῳ и ἄλλον τρόπον Thuc., Xen., Plat.)
θατέρου τρόπου Arph. — противоположным образом, напротив;παντὴ τρόπῳ, πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου и πάντας τρόπους Aesch., Xen., Plat. — всеми способами, всячески;καινὸν τρόπον Arph. — по-новому;χαλκοῦ τρόπον Aesch. — словно медь;εἰς и κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον Xen. — таким же образом;ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ Plat. — обычным образом;κατὰ τρόπον Plat. — надлежащим образом (ср. 4);ἀπὸ τρόπου Plat. — неподобающим образом, некстати;ὅ τ. τῆς λέξεως Plat. — манера изъясняться, стиль речи3) характер, нрав(τ. ἀφιλάργυρος NT.)
οὐ τοὐμοῦ τρόπου Plat. — (это) не по мне;πρὸς τρόπου Plat. — по нраву (по вкусу);οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου … Xen. — не в характере Кира было …4) обычай, обыкновениеπαρὰ τὸν τρόπον τινός Thuc. — против чьего-л. обыкновения;
κατὰ τρόπον Plat. — по обыкновению (ср. 2);ὥσπερ τ. ἦν αὐτοῖς Xen. — в соответствии с их обыкновением5) pl. образ действия, поведение Her.οὐκ ἐπαινεῖν τοὺς τρόπους τινός Soph. — не одобрять чьего-л. образа действий
6) муз. тонация, лад(τ. Λύδιος Pind.; μουσικῆς τρόποι Plat.)
7) рит. оборот (речи), троп -
3 τρόπος
ὁ τρόπος ['оборот'] 1. образ действия, способ; 2. образ мыслей, нрав; 3. оборот речи, слог -
4 τρόπος
{сущ., 13}1. образ, манера, лад;2. характер, нрав.Ссылки: Мф. 23:37; Лк. 13:34; Деян. 1:11; 7:28; 15:11; 27:25; Рим. 3:2; Флп. 1:18; 2Фес. 2:3; 3:16; 2Тим. 3:8; Евр. 13:5; Иуд. 1:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τρόπος
-
5 τρόπος
{сущ., 13}1. образ, манера, лад;2. характер, нрав.Ссылки: Мф. 23:37; Лк. 13:34; Деян. 1:11; 7:28; 15:11; 27:25; Рим. 3:2; Флп. 1:18; 2Фес. 2:3; 3:16; 2Тим. 3:8; Евр. 13:5; Иуд. 1:7.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τρόπος
-
6 τρόπος
1. образ, манера, лад; 2. характер, нрав.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τρόπος
-
7 τρόπος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τρόπος
-
8 τρόπος
нрав; способ; метод -
9 τρόπος
[тропос] ουσ α образ действий, способ, поведение, манеры. -
10 Τρόπος του λέγειν
• Пустая болтовняИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τρόπος του λέγειν
-
11 Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει
Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει– Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει• Чему быть, того не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει
-
12 Όπου είναι τρόπος, είναι και τόπος
• Живи добрее, будешь всем милееИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου είναι τρόπος, είναι και τόπος
-
13 συγκριτικος
I31) складывающий, собирающий, соединительный Plat., Arst.2) сложный, составной(σώματα Sext.)
3) сравнивающий, сравнительный Plut.ὁ σ. τρόπος грам. — сравнительная степень
II -
14 απαιδευτοτροπος
-
15 απανθρωπος
-
16 απλαστος
I21) неподатливый, непластичный(λίθος Arst.)
2) досл. не вылепленный, перен. неподдельный, непритворный(ὅ τοῦ φίλου τρόπος, φρόνημα Plut.)
II2 -
17 αποτροπος
21) удалившийся от людей, уединенно живущий Hom.2) внушающий отвращение или ужас, страшный(ἄγος Aesch.; Ἅιδης Soph.; πῦρ Arph.)
3) враждебный(γνώμη Pind.)
4) (пред)отвращающий(κακῶν Aesch., Eur.)
ἀ. ἐγένετο μέ τῷ τι γενέσθαι Plat. — он не допустил, чтобы с ним что-л. приключилось5) отводящий прочь несчастья, покровительствующий(δαίμονες Aesch.)
-
18 αρτιτροπος
-
19 αρχαιοτροπος
-
20 ατροπος
21) необратимый, безвозвратный(τὰ παρελθόντα Arst.)
2) беспробудный(ὕπνος Theocr.)
3) непреклонный, неумолимый(Ἅιδης Anth.)
4) неподобающий, некстати сказанный(ἔπεα Pind.)
См. также в других словарях:
τροπός — twisted leathern thong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — turn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… … Dictionary of Greek
τρόπω — τρόπος turn masc nom/voc/acc dual τρόπος turn masc gen sg (doric aeolic) τροπόω make to turn pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τροπόω make to turn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] … Dictionary of Greek
διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… … Dictionary of Greek