-
1 Λιβυσσα
-
2 Λίβυσσα
Λῐβυσσα f. adj.,1 Libyan οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν the daughter of Antaios P. 9.105 -
3 Λίβυσσα
Λίβυςa Libyan: fem nom /voc sg -
4 Λιβύσσας
Λιβύσσᾱς, Λίβυςa Libyan: fem acc plΛιβύσσᾱς, Λίβυςa Libyan: fem gen sg (doric aeolic) -
5 βῶλος
A lump, clod of earth,εἴκοι δ' ὑπὸ βῶλος ἀρότρῳ Od.18.374
;ὑγρᾶς ἀρούρας β. S.Aj. 1286
;ὡς βαλῶ ταύτῃ τῇ βώλῳ X.Cyr.8.3.27
;β. ἀνιστάναι Plu.Rom.11
; βῶλος ἄρουραν, prov. 'carrying coals to Newcastle', Zen.2.74; esp. of earth fraudulently mixed with corn, POxy.708.8 (ii A. D.); cf. ἄβωλος.2 in Poets, land, soil,βαθεῖαν β. ἀροῦντες Mosch.4.37
, cf. AP9.561 (Phil.), etc.; Λίβυσσα κρύψει β. Ἀννίβου δέμας Orac. ap. Plu.Flam.20, cf. Jul.Or.3.125b.3 generally, lump, as of gold, nugget, Arist. Mir. 833b11, Str.3.2.8; χρυσέα βῶλος, of the sun, E.Fr. 783, cf. Or. 984 (lyr.);β. μολίβδου D.S.3.14
.5 = σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.21 (v. l.). (Fem. acc. to Phryn.37, Moer. 95; masc. in Arist. l.c., D.C.40.47, PHolm.2.31, etc.) -
6 Λίβυς
A a Libyan, Hdt.4.181, al., S.El. 702, etc.: and as Adj., = Λιβυκός, αὐλός E.Alc. 346; Λ. καυλός, = σίλφιον, Antiph.217.13:—fem. [full] Λίβυσσα [pron. full] [ῐ], Pi.P.9.105, S.Fr.11, Hdt.4.189, Call.Ap.86, Riv.Fil.57.379 ([place name] Crete):—also [full] Λῐβυστικός, ή, όν, A.Eu. 292, Fr. 139, etc.; fem. also [full] Λῐβυστίς, ίδος, ἡ, A.R.4.1753; cf. Λιβύη.II harmless kind of serpent, Nic.Th. 490.III = λουτροφόρος 2, Hsch. -
7 λοφάδεια
λοφάδεια·.. αὐχήν, οἷον κατὰ τοῦ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῦσι Λίβυσσα, Hsch.:A gloss on κατὰ λοφάδεια which is v.l. for καταλοφάδεια (q.v.) in Od.10.169.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοφάδεια
См. также в других словарях:
Λίβυσσα — Λίβυς a Libyan fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβύη ή Λίβυσσα — Προσωνυμία της θεάς Δήμητρας στο Άργος, που μαρτυρά τους δεσμούς της πόλης με φυλές που ήρθαν από τον εξωελλαδικό χώρο. Η Δήμητρα Λ. αποτελούσε υπόδειγμα αυστηρότητας ηθών και στοργικής συζύγου … Dictionary of Greek
Λιβύσσας — Λιβύσσᾱς , Λίβυς a Libyan fem acc pl Λιβύσσᾱς , Λίβυς a Libyan fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Либисса — (Λίβυσσα) город на берегу Вифинии, лежавший на дороге из Никомидии в Халкедон. Здесь, по преданию, была гробница Ганнибала … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Gebze — Vorlage:Infobox Ort in der Türkei/Wartung/Landkreis Gebze … Deutsch Wikipedia
ЛИБИССА — • Libyssa, Λίβυσσα, приморский город Бифинии на пути от Никомедеи в Халкодоне, где, по преданию, отравился Ганнибал (183 г.). Plut. Flam. 20. Eutr. 4, 14. Aиr. Vict. 42 … Реальный словарь классических древностей
Λίβυς — Λίβυς, υος, ὁ, θηλ. Λίβυσσα και Λιβυστίς, ίδος (Α) [Λιβύη] 1. αυτός που κατάγεται από τη Λιβύη 2. ως επίθ. λιβυκός … Dictionary of Greek
λοφάδεια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «...αὐχήν, οἷον κατὰ τοῡ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῡσι Λίβυσσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλοφάδεια*, κατ απόσπαση] … Dictionary of Greek