-
1 ἄβωλος
ἄβωλος, ον,A not mixed with clods of earth, πυρός, etc., PTeb.370.13 (ii A.D.), etc. -
2 βῶλος
A lump, clod of earth,εἴκοι δ' ὑπὸ βῶλος ἀρότρῳ Od.18.374
;ὑγρᾶς ἀρούρας β. S.Aj. 1286
;ὡς βαλῶ ταύτῃ τῇ βώλῳ X.Cyr.8.3.27
;β. ἀνιστάναι Plu.Rom.11
; βῶλος ἄρουραν, prov. 'carrying coals to Newcastle', Zen.2.74; esp. of earth fraudulently mixed with corn, POxy.708.8 (ii A. D.); cf. ἄβωλος.2 in Poets, land, soil,βαθεῖαν β. ἀροῦντες Mosch.4.37
, cf. AP9.561 (Phil.), etc.; Λίβυσσα κρύψει β. Ἀννίβου δέμας Orac. ap. Plu.Flam.20, cf. Jul.Or.3.125b.3 generally, lump, as of gold, nugget, Arist. Mir. 833b11, Str.3.2.8; χρυσέα βῶλος, of the sun, E.Fr. 783, cf. Or. 984 (lyr.);β. μολίβδου D.S.3.14
.5 = σπαργάνιον, Ps.-Dsc.4.21 (v. l.). (Fem. acc. to Phryn.37, Moer. 95; masc. in Arist. l.c., D.C.40.47, PHolm.2.31, etc.)
См. также в других словарях:
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek