-
1 Λυκείου
Λύκειονthe Lyceum: neut gen sgΛύκειοςof: masc /fem /neut gen sg -
2 λυκείου
λύκειονthe Lyceum: neut gen sgλύκειοςof: masc /fem /neut gen sg -
3 εὐθύ
εὐθύ, neutr. von εὐϑὐς, adverbial gebraucht, geradezu, gerade darauf los, in dieser örtlichen Bdtg attisch gewöhnlicher als εὐϑύς (w. m. s.); εὐϑὺ Πύλονδ' ἐλάων H. h. Merc. 342; ἵετ' εὐϑὺ πρὸς τὰ νυμφικὰ λέχη Soph. O. R. 1242; εὐϑὺ τὴν ἐπὶ Βαβυλῶνος ἄγειν Xen. Cyr. 5, 2, 37; gew. c. gen., εὐϑὺ Ἐφέσου καὶ Ἰωνίας, geradezu nach Ephesus, Plat. Theag. 129 d; Λυκείου Lys. 203 a; ἡ εὐϑὺ ὁδός, der gerade Weg, Ax. 364 b; ἀνήχϑη εὐϑὺ Γυϑείου Xen. Hell. 1, 4, 5; ἐς εὐϑύ vrbdí Paus. 7, 23, 6; ἐπ' εὐϑύ Apoll. L. H. v. ἰϑύς. – Auch = zuwider, entgegen, εὐϑὺ δαιμονίου Plat. Theag. 129 a; vgl. Ruhnken zu Tim. L. Pl. p. 127. – In der Bdtg sogleich, s. εὐϑύς, Arist. u. Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 145.
-
4 γυμνασιον
(ᾰ) τό1) гимнасий (общественное место для телесных упражнений, а тж. философских и политических собеседований: γυμνάσια, οἷσιν ἐνετράφην Eur.; γ. ἔστιν ἱερὸν Ἀπόλλωνος τοῦ Λυκείου Luc.; иногда частное: γυμνάσια τοῖς πλουσίοις ἐστὴν ἴδια ἐνίοις Xen.; некоторые гимнасии предназначались для верховой езды: γυμνάσια τὰ ἱππόκροτα Eur.; γυμνάσια τὰ μὲν ἀνδρῶν, τὰ δὲ ἵππων Plat.)γ. ἀρετῆς перен. Luc. — школа добродетели
2) pl. упражнения(περὴ τὸ σῶμα Plat.; ἱδρῶσαι ἐκ τῶν γυμνασίων Arst.)
-
5 κατατριβω
1) стирать, изнашивать(ἱμάτια, τὰ σώματα Plat.)
ὅ λόγος περὴ τοῦ τὸν σταλαγμὸν κατατρίβειν τοὺς λίθους Arst. — поговорка о том, что капля камень долбит;οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες Isocr. — завсегдатаи трибун;κ. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα Luc. — вечно говорить о добродетели;pass. — стираться (οἱ ὀδόντες κατετρίβοντο Arst.)2) измучивать, утомлять, изнурять(αὐτοὺς περὴ ἑαυτοὺς τοὺς Ἕλληνας Thuc.; πάντας ἀνθρώπους Plut.)
; pass. истощаться, уставать(πόνοις Isocr.; ὑπὸ πολέμου Xen.; περὴ τοῦ πολέμου Plut.)
κατατετρίμμεθα πλανώμενοι ἐς Λύκειον κἀκ (= καὴ ἐκ) Λυκείου Arph. — мы замучились от ходьбы в Ликей и из Ликея3) употреблять, использовать(τὸν βίον Xen.)
4) тратить, проводить время (med. τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις Plat.; τὰς ἡμέρας, χρόνους Arst.)κατέτριψε τέν ἡμέραν δημηγορῶν Dem. — он провел (целый) день в речах к народу;
στρατευόμενος κατατέτριμμαι Xen. — я всю жизнь провел, т.е. я состарился на военной службе5) расточать(ἅπαντα Xen.)
-
6 аттестат
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аттестат
-
7 реалист
реалистм1. ὁ ρεαλιστής·2. μαθητής πρακτικοῦ λυκείου. -
8 απολυτήριο
I.το λυκείουAbitur nII.το σχολείου μέσης εκπαίδευσηςRealschulabschluss m -
9 Certificate of Secondary Education
noun (abbreviation) (C.S.E.; a secondary school leaving certificate (given for each subject), of a lower level than the General Certificate of Education (university entrance).) απολυτήριο λυκείουEnglish-Greek dictionary > Certificate of Secondary Education
-
10 GCE
[,‹i: si: 'i:]( abbreviation) (General Certificate of Education; an examination taken in a particular school subject usually at age 16 (O-level) or at age 18 (A-level); a pass in such an examination.) απολυτήριο λυκείου / απολυτήριες εξετάσεις -
11 лицеист
-а α.μαθητής λυκείου. -
12 εὐθύς
A straight, direct, whether vertically or horizontally, opp. σκολιός, καμπύλος, Pl.Tht. 194b, R. 602c, etc.; κατὰ τὸ εὐθὺ ἑστάναι stands still with reference to the vertical, of a spinning top, ib. 436e; εὐ. πλόος, ὁδοί, Pi.O.6.103, N.1.25, etc.;εὐθυτέρα ὁδός X.Cyr.1.3.4
;ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε Th.2.100
;ῥόμβος ἀκόντων Pi.O.13.93
; εὐθείᾳ (sc. ὁδῷ) by the straight road, Pl.Lg. 716a;εὐθεῖαν ἕρπε A.Fr. 195
; τὴν εὐ. E.Med. 384;ἐπ' εὐθείας D.S.19.38
, Ascl.Tact.2.6, Plot.2.1.8; so alsoεἰς τὸ εὐ.βλέπειν X.Eq.7.17
, etc.; πλήρης τοῦ εὐθέος tired of going straight forward, ib.14; ἡ ἐς τὸ εὐ. τῆς ῥητορικῆς ὁδός the direct road to.., Luc.Rh.Pr. 10; κατ' εὐθύ on level ground, LXX 3 Ki.21.23; but ἡ κατ' εὐ. τάσις in the direct line, Apollon.Cit.2; on the same side, Gal.8.62; also, opp. εἰς τὸ ἐντός, Plot.6.7.14.2 in moral sense, straightforward, frank, of persons, ;κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ Pi.P.3.28
;ῥῆτραι Tyrt.4.6
;τόλμα Pi.O. 13.12
;δίκα Id.N.10.12
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, cf.Ἀρχ. Ἐφ. 1911.134
([place name] Gonni);ὁ εὐθὺς λόγος E.Hipp. 492
;τὸ εὐ. τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Pl.Tht. 173a
; ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν to speak straight out, Th.3.43; ἐκ τοῦ εὐ. ὑπουργεῖν outright, openly, without reserve, Id.1.34; ἐκ τοῦ εὐ., opp. δι' αἰνιγμάτων, Paus.8.8.3: in fem.,τὴν εὐθεῖάν τινι συνειπεῖν Plu.Cic.7
;ἁπλῶς καὶ δι' εὐθείας Id.2.408e
; ἀπ' εὐθείας ib.57a, Fab.3; κατ' εὐθεῖαν by direct reasoning, Dam.Pr. 432; μηδὲν ἐξ εὐθείας παρέχει (an amulet) does no good directly, Sor.2.42.3 εὐθεῖα, ἡ, as Subst.,a (sc. γραμμή) straight line, Arist.APr. 49b35, al., Euc. 1 Def.7, al.; ἐπ' εὐθείας εἶναι lie in a straight line, Archim.Con.Sph.7, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐ. ἐκτείνειν, in the same line, Plb. 3.113.2,3; ἐπὶ μίαν εὐ. ib.8: [comp] Comp.,εὐθυτέρα ἡ γραμμὴ γίνεται Arist. Mech. 855a24
.b (sc. πτῶσις) nominative case, D.T.636.5, A.D. Pron.6.11, etc.; κατ' εὐθύ in the nominative, Arist.SE 182a3.B as Adv., [full] εὐθύς and [full] εὐθύ, the former prop. of Time, the latter of Place, Phryn.119, etc.I [full] εὐθύ, of Place, straight, usu. of motion or direction, straight to..,h.Merc.
342; ; εὐ. [τὴν ἐπὶ] Βαβυλῶνος straight towards.., X.Cyr.5.2.37: and so c. gen., εὐ. τῶν κυρηβίων, εὐθὺ Πελλήνης, Ar.Eq. 254, Av. 1421;εὐ.τοῦ Διός Id. Pax68
;εὐ. τοὐρόφου Eup.47
; , cf. Th.8.88, etc.; ἀποθανούμενος ᾔει εὐ. τοῦ δαιμονίου in opposition to.., Pl.Thg. 129a (s.v.l.); cf. ἰθύς.b νῆσον οἰκεῖ εὐθὺ Ἴστρου opposite.., Max.Tyr.15.7.3 rarely of Time, Philoch.144, Arist.Rh. 1414b25, UPZ77.27 (ii B.C.), PGrenf.1.1.24 (ii B.C.), Aristeas 24, Luc.Nav.22.II [full] εὐθύς,1 of Time, straightway, forthwith, Pi.O.8.41;ὁ δ' εὐ. ὡς ἤκουσε A.Pers. 361
;ὁ δ' εὐ. ἐξῴμωξεν S.Aj. 317
;τὸ μὲν εὐ. τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Th.1.1
, cf. 5.3, 7.77; joined with other adverbial words,τάχα δ' εὐ. ἰών Pi.P.4.83
;εὐ. κατὰ τάχος Th.6.101
; εὐ. παραχρῆμα (v. sub παραχρῆμα); εὐ. ἀπ' αρχῆς Ar. Pax84
(anap.);εὐ. ἐξ ἀρχῆς X.Cyr.7.2.16
; ἐξ ἀρχῆς εὐ. Arist.Pol. 1287b10;εὐ. κατ' ἀρχάς Pl.Ti. 24b
;ἀφ' ἑσπέρας εὐ. ἤδη Luc. Gall.1
; εὐ. ἐκ νέου, ἐκ παιδός, even from one's youth, Pl.R. 485d, 519a;εὐ. ἐκ παιδίου X.Cyr.1.6.20
: with a part.,εὐ. νέοι ὄντες Th.2.39
;εὐ. ἥκων X.An.4.7.2
;εὐ. ἀπεκτονώς D.23.127
; τοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου just at the beginning of summer, Th.2.47; ἀρξάμενος εὐ. καθισταμένου [τοῦ πολέμου] from the very beginning of the war, Id.1.1; εὐ. ἀποβεβηκότι immediately on disembarking, Id.4.43; εὐ. γενομένοις at the moment of birth, Pl.Tht. 186b: metaph., at once, naturally, ὑπάρχει εὐθὺς γένη ἔχον τὸ ὄν Being falls at once into genera, Arist. Metaph. 1004a5, cf.Po. 1452a14: with Subst.,ἡ τῶν Ἰταλιωτῶν εὐθὺς φυγή Hdn.8.1.5
.2 less freq. in a local relation, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐ. just above the city, Th.6.96; παρ' αὐτὴν εὐ. ὁ ἔσπλους ἐστίν directly past it (the mole), Id.8.90; ἐγγύτατα τούτου εὐ. ἐχομένη immediately adjoining this, ibid., cf. Theoc.25.23; εὐ. ἐπὶ τὴν γέφυραν Foed. ap. Th.4.118, cf. X.Cyr.7.2.1,2, 2.4.24, Ages.1.29; τὴν εὐ. Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν the road leading straight to Argos, E.Hipp. 1197 (condemned by Phot.);εὐ. Λυκείου Pherecr.110
, cf. Arist.HA 498a32, etc.3 of Manner, directly, simply, v.l. in Pl.Men. 100a.4 like αὐτίκα 11: for instance, to take the first example that occurs,ὥσπερ ζῷον εὐθύς Arist.Pol. 1277a6
, cf. Cael. 284b10, etc.;οἷον εὐθύς Cleom. 1.1
, D.Chr.11.145.C regul. Adv. [full] εὐθέως, used just as εὐθύς, S.Aj.31, OC 994, E. Fr.31, Pl.Phd. 63a, etc.; αἰσθόμενος εὐθέως as soon as he perceived, Lys.3.11;ἐπεὶ εὐθέως ᾔσθοντο X.HG3.2.4
;εὐθέως παραχρῆμα Antipho 1.20
, D.52.6.2 = εὐθύς B. 11.4, οἷον εὐθέως as for example, Plb.6.52.1,12.5.6 (dub. sens. in Hp.Art.55); so εὐ. alone, Ph.2.589. ( εὐθέως is the commoner form in later Greek, PCair.Zen.34.17 (iii B.C.), etc.) -
13 λυκοέρια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυκοέρια
См. также в других словарях:
Λυκείου — Λύκειον the Lyceum neut gen sg Λύκειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκείου — λύκειον the Lyceum neut gen sg λύκειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Ιστορίας Ελληνικής Ενδυμασίας του Λυκείου Ελληνίδων — Αποτελεί τμήμα του Λυκείου Ελληνίδων και εγκαινιάστηκε το 1988 από την τότε Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Στεγάζεται σ’ ένα διώροφο κτίριο του 1920 που είχε χτιστεί από τον πολιτικό μηχανικό Ηλία Oικονόμου για προσωπική του κατοικία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
λυκειάρχης — ο 1. διευθυντής λυκείου ή αυτός που εκτελεί χρέη διευθυντή 2. ιδιοκτήτης ιδιωτικού λυκείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκειο + άρχης(< ἄρχω). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. Λυκειάρχαι, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λύκειο — Το ανώτατο σκέλος της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παλαιότερα, οι αντίστοιχες τάξεις του λ. υπάγονταν στο γυμνάσιο και λ. ονομάζονταν μόνο τα ιδιωτικά σχολεία και μερικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (όπως το Βαρβάκειο), στα οποία… … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
Γρηγοριάδης, Νίκος — (Κορυφή Κιλκίς 1931 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Ο Γ. σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ σταδιοδρόμησε αρχικά ως φιλόλογος σε σχολεία της ιδιωτικής εκπαίδευσης και στη συνέχεια της δημόσιας. Κατά… … Dictionary of Greek