Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

λυκείου

  • 1 γυμνασιον

         (ᾰ) τό
        1) гимнасий (общественное место для телесных упражнений, а тж. философских и политических собеседований: γυμνάσια, οἷσιν ἐνετράφην Eur.; γ. ἔστιν ἱερὸν Ἀπόλλωνος τοῦ Λυκείου Luc.; иногда частное: γυμνάσια τοῖς πλουσίοις ἐστὴν ἴδια ἐνίοις Xen.; некоторые гимнасии предназначались для верховой езды: γυμνάσια τὰ ἱππόκροτα Eur.; γυμνάσια τὰ μὲν ἀνδρῶν, τὰ δὲ ἵππων Plat.)
        

    γ. ἀρετῆς перен. Luc.школа добродетели

        2) pl. упражнения
        

    (περὴ τὸ σῶμα Plat.; ἱδρῶσαι ἐκ τῶν γυμνασίων Arst.)

    Древнегреческо-русский словарь > γυμνασιον

  • 2 κατατριβω

         (ῑ)
        1) стирать, изнашивать
        

    (ἱμάτια, τὰ σώματα Plat.)

        ὅ λόγος περὴ τοῦ τὸν σταλαγμὸν κατατρίβειν τοὺς λίθους Arst. — поговорка о том, что капля камень долбит;
        οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες Isocr. — завсегдатаи трибун;
        κ. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα Luc. — вечно говорить о добродетели;
        2) измучивать, утомлять, изнурять

    (αὐτοὺς περὴ ἑαυτοὺς τοὺς Ἕλληνας Thuc.; πάντας ἀνθρώπους Plut.)

    ; pass. истощаться, уставать
        

    (πόνοις Isocr.; ὑπὸ πολέμου Xen.; περὴ τοῦ πολέμου Plut.)

        κατατετρίμμεθα πλανώμενοι ἐς Λύκειον κἀκ (= καὴ ἐκ) Λυκείου Arph.мы замучились от ходьбы в Ликей и из Ликея

        3) употреблять, использовать
        

    (τὸν βίον Xen.)

        4) тратить, проводить время (med. τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις Plat.; τὰς ἡμέρας, χρόνους Arst.)
        

    κατέτριψε τέν ἡμέραν δημηγορῶν Dem. — он провел (целый) день в речах к народу;

        στρατευόμενος κατατέτριμμαι Xen. — я всю жизнь провел, т.е. я состарился на военной службе

        5) расточать
        

    (ἅπαντα Xen.)

    Древнегреческо-русский словарь > κατατριβω

См. также в других словарях:

  • Λυκείου — Λύκειον the Lyceum neut gen sg Λύκειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκείου — λύκειον the Lyceum neut gen sg λύκειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο Ιστορίας Ελληνικής Ενδυμασίας του Λυκείου Ελληνίδων — Αποτελεί τμήμα του Λυκείου Ελληνίδων και εγκαινιάστηκε το 1988 από την τότε Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Στεγάζεται σ’ ένα διώροφο κτίριο του 1920 που είχε χτιστεί από τον πολιτικό μηχανικό Ηλία Oικονόμου για προσωπική του κατοικία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • λυκειάρχης — ο 1. διευθυντής λυκείου ή αυτός που εκτελεί χρέη διευθυντή 2. ιδιοκτήτης ιδιωτικού λυκείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκειο + άρχης(< ἄρχω). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. Λυκειάρχαι, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • λύκειο — Το ανώτατο σκέλος της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παλαιότερα, οι αντίστοιχες τάξεις του λ. υπάγονταν στο γυμνάσιο και λ. ονομάζονταν μόνο τα ιδιωτικά σχολεία και μερικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (όπως το Βαρβάκειο), στα οποία… …   Dictionary of Greek

  • παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγοριάδης, Νίκος — (Κορυφή Κιλκίς 1931 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Ο Γ. σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ σταδιοδρόμησε αρχικά ως φιλόλογος σε σχολεία της ιδιωτικής εκπαίδευσης και στη συνέχεια της δημόσιας. Κατά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»