Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ληνεύς

См. также в других словарях:

  • Ληνεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ληνεύς — Προσωνυμία του θεού Διόνυσου, προς τιμήν του οποίου τελούνταν τα Λήναια στην Αθήνα. Βλ. λ. Λήναια. * * * Ληνεύς, ὁ (Α) [Λήναι] προσωνυμία τού Διονύσου …   Dictionary of Greek

  • Ληνῆος — Ληνεύς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ληνέων — Λῆναι fem gen pl (epic ionic) Ληνεύς masc gen pl Ληνέω̆ν , Ληνεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Leneus — (griechisch Ληνεύς) ist in der griechischen Mythologie: ein Beiname des Dionysos Leneus (Sohn des Silenos), ein Sohn des Silenos Diese Seite ist eine Begriffsklärung z …   Deutsch Wikipedia

  • Λήναι — Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α) οι Βάκχες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το η αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τόν διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι»,… …   Dictionary of Greek

  • Λήναια — Γιορτή της αρχαιότητας. Την τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν του Διονύσου, ο οποίος ονομαζόταν και Λήναιος ή Ληνεύς. Η γιορτή λάμβανε χώρα τη μικρότερη ημέρα του χρόνου κατά τον μήνα Γαμηλιώνα, ο οποίος επονομαζόταν και Ληναιών και αντιστοιχούσε… …   Dictionary of Greek

  • ληνεύω — (Α) [Ληνεύς] (κατά τον Ησύχ.) βακχεύω …   Dictionary of Greek

  • Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»