-
1 κορη
эп.-ион. κούρη, Trag. тж. κόρα и κούρα, дор. κώρα ἥ1) девушка, дева(κόραι καὴ γυναῖκες Plat.)
ἐνάλιοι κόραι Arph. — морские девы, т.е. нимфы;ἁ πτερόεσσα κόρα Soph. — крылатая дева, т.е. Сфинкс2) невеста3) молодая женщина, жена(προσεῖπεν Ὀρέστας Λάκαιναν κόραν, sc. Ἑλένην Eur.)
4) дочьκ. Διός Hom. = Ἀθήνη;
Λητῴα κ. Soph. = Ἄρτεμις;κ. Ἰναχείη Aesch. = Ἰώ;Γῆς τε καὴ Σκότου κόραι Soph. — дочери Земли и Мрака, т.е. Эринии5) изваяние девушки, женская статуэткаκόραι τε καὴ ἀγάλματα Plat. — женские статуэтки и (другие) изображения или ( как hendiadys) женские изваяния
6) зрачок(ὀμμάτων κόραι Eur.)
7) глаз(κόραι στάζουσι δακρύοις Eur.)
8) ( в персидской одежде) длинный и широкий рукав -
2 Κορη
ион. Κούρη, дор. Κόρα ἥ Кора, Дочь (Деметры), т.е. Персефона(τέν ὁρτέν ἄγειν τῇ Μητρὴ καὴ τῇ Κούρῃ Her.; ναὴ τὰν Κόραν Arph.)
-
3 κόρη
η1) дочь;την έχω κόρη — она моя дочь;
παντρεύω την κόρη μου — выдавать дочь замуж;
2) девушка; девочка;3) девственница, девица;4) зрачок; — зеница (уст.) § φυλάγω σαν κόρη οφθαλμού — беречь как зеницу ока
-
4 κόρη
[кори] ουσ. θ. (ανατ.) зрачокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόρη
-
5 κόρη
[кори] ουσ. Θ. дочь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόρη
-
6 κόρη
[кори] ουσ θ (ανατ) зрачок. -
7 κόρη
[кори] ουσ θ дочь. -
8 Άλλος αγαπάει τη μάνα κι άλλος την κόρη
• Кто любит попа, а кто попадьюИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άλλος αγαπάει τη μάνα κι άλλος την κόρη
-
9 Φυλάγω σαν κόρη οφθαλμού
• Беречь как зеницу окаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φυλάγω σαν κόρη οφθαλμού
-
10 κορα
-
11 Κορα
-
12 κοραυνα
-
13 κουρα
I.ион. κουρή ἥ1) стрижка(δεῖσθαι κουρᾶς Arst.)
2) фасон стрижки(τῶν τριχῶν, sc. τοῦ Διονύσου Her.; τῆς κουρᾶς τὸ γένος Θησηΐς Plut.)
3) (тж. κ. πένθιμος Eur.) срезывание волос в знак скорби, траурная стрижка4) отрезанная прядь(τριχός Aesch.)
5) срезывание, спиливание6) ( о животных) ощипывание, объедание(τροφῆς σπάσις καὴ κ. Arst.)
II.ἡ Trag. = κόρη См. κορη -
14 κουρη
-
15 Κουρη
-
16 κωρα
-
17 νυμφεύω
-
18 απαλοφρων
-
19 δολωπις
-
20 εκκορεω
1) досл. выметать, перен. опустошать(τέν Ἑλλάδα Arph.)
ἐκκορηθείης σύ γε! Men. — да убирайся же прочь!2) ( по созвучию с κόρη) лишать дочери(τίς ἐξεκόρησέ σε; Arph.)
См. также в других словарях:
κόρη — girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) κόρις bug masc nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) κορέω satiate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κορέω satiate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρῃ — κόρη girl fem dat sg (attic epic ionic) κόρηι , κόρις bug masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek
κόρη — η 1. κορίτσι, κοπέλα. 2. άγαμη γυναίκα. 3. το στρογγυλό άνοιγμα της ίριδας του ματιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορῇ — κορέννυμι satiate fut ind mid 2nd sg (epic) κορέω satiate pres subj mp 2nd sg κορέω satiate pres ind mp 2nd sg κορέω satiate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόρη — Κόρα fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόρῃ — Κόρα fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… … Dictionary of Greek
Φρονίμη — Κόρη του βασιλιά Ετέαρχου στον Αξό της Κρήτης. Ο Ετέαρχος έβαλε τον φίλο του έμπορο Θεμίσωνα, από τη Θήρα, να του ορκιστεί πως θα εκτελούσε οποιαδήποτε επιθυμία του. Έπειτα του ζήτησε να πάρει την κόρη του, που την είχε συκοφαντήσει στον πατέρα… … Dictionary of Greek
Χατσεψούτ — Κόρη του φαραώ Tούθμωση A’, που βασίλεψε στην Αίγυπτο ως φαραώ (18η δυναστεία). Ο Tούθμωσης B’, γιος του Tούθμωση A’ όχι από την επίσημη σύζυγό του, νομιμοποίησε την εξουσία του με τον γάμο τον οποίον έκανε με τη X., κόρη της επίσημης συζύγου του … Dictionary of Greek
κόραι — κόρη girl fem nom/voc pl (attic) κόρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)