-
1 κόρη
[кори] ουσ. θ. (ανατ.) зрачокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόρη
-
2 κόρη
[кори] ουσ. Θ. дочь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόρη
-
3 дочь
-
4 зрачок
-
5 зеница
зени́ц||аж уст. ἡ κόρη τοῦ ματιοῦ· ◊ беречь как \зеницау о́ка φυλάγω σάν τήν κόρη τοῦ ματιού μου, σάν τά μάτια μου. -
6 зрачок
зрачокм ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἡ κόρη τοῦ ματιού. -
7 зеница
-ы θ. παλ. κόρη οφθαλμού•беречь (ή хранить) как -у ока φυλάγω σαν την κόρη του οφθαλμού.
-
8 дочь
η κόρηприёмная - θετή -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дочь
-
9 зрачок
η κόρη (του οφθαλμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зрачок
-
10 приёмный
1. (предназначенный, служащий для приёма кого-, чего-л.) της λήψης, της υποδοχής 2. (назначенный для посещений, для приёма кого-л.) της υποδοχής, της ακρόασης, της επίσκεψης Заорганизованный, введённый для приема кого-, чего-л куда-л.) εισαγωγικ/ός 4. -ая (комната) το δωμάτιο/γραφείο αναμονής/υποδοχής 5. (тот{}та{}, кто приняли чужого ребёнка в свою семью и заменяющие ему родителя) θετ/ός 6. (ребёнок, принятый в чужую семью) θετ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмный
-
11 удочерение
η υιοθέτηση θυγατέρας/κό-ρης-ить υιοθετώ θυγατέρα/κόρηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > удочерение
-
12 яблоко
(плод) το μήλοадамово - (кадык) - του Αδάμ, το καρύδι του λαιμούглазное - анат. о βολβός/η κόρη του ματιού/οφθαλμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > яблоко
-
13 внучат(н)ый
внучат||(н)ыйприл:\внучат(н)ый(н)ый племянник γιος ἀνεψιοῦ ἡ ἀνεψιας· \внучат(н)ый(н)ая племянница ἡ κόρη ἀνεψιοῦ ἡ ἀνεψιᾶς. -
14 девица
девицаж ἡ κοπέλλα, τό κορίτσι, ἡ κόρη / ἡ δεσποινίδα [-ίς] (незамужняя). -
15 девушка
дев||ушкаж ἡ κοπέλλα, ἡ κόρη, τό κορίτσι. -
16 дочка
дочка, дочьж ἡ κόρη, ἡ θυγατέρα, ἡ θυγάτηρ:приемная \дочка ἡ παρακόρη, ἡ ψυχοκόρη. -
17 дочь
дочка, дочьж ἡ κόρη, ἡ θυγατέρα, ἡ θυγάτηρ:приемная \дочь ἡ παρακόρη, ἡ ψυχοκόρη. -
18 приемный
приемн||ыйприл1. τής ὑποδοχής, τής ἀκροάσεως:\приемныйые часы ὠρες ἀκροάσεως· 2.:\приемныйые испытания είσιτήριοι ἐξετάσεις· \приемныйая комиссия ἡ ἐπιτροπή είσαγωγικών ἐξετάσεων3. (об отце, сыне и т. п.) θετός:\приемный отец ὁ ψυχοπατέρας, ὁ θετός πατήρ· \приемныйая дочь ἡ ψυχοκόρη, ἡ θετή κόρη, ἡ παρακόρη· \приемный сын ὁ ψυχογιός, ὁ θετός υἱός· ◊ \приемный покой ἡ αίθουσα παραλαβής ἀσθενών \приемный пункт τμήμα (или περίπτερο) παραλαβής. -
19 хранить
хранитьнесов1. (где-л.) φυλάγω, διατηρώ:\хранить деньги в сберкассе φυλάγω τά χρήματα στό ταμιευτήριο· \хранить в памяти (в сердце) κρατώ στή μνήμη μου (στήν καρδιά μου)·2. (соблюдать) τηρῶ, κρατώ, φυλάγω:\хранить законы τηρώ τούς νόμους· \хранить обычаи κρατώ τά ἐθιμα· \хранить тайиу φυλάγω ἕνα μυστικό· \хранить в тайне φυλαγω μυστικό· \хранить молчание σωπαίνω, τηρώ σιωπήν ◊ \хранить как зеницу о́ка φυλαγω σάν κόρη ὀφθοιλμοῦ, προσέχω σάν τά μάτια μου. -
20 дочка
[ντότσκα] ста θ. κόρη
См. также в других словарях:
κόρη — girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) κόρις bug masc nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) κορέω satiate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κορέω satiate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρῃ — κόρη girl fem dat sg (attic epic ionic) κόρηι , κόρις bug masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 64 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Κόζιακα, 28 χλμ. Δ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κόζιακα. * * * η (ΑM κόρη, Α ιων. τ.… … Dictionary of Greek
κόρη — η 1. κορίτσι, κοπέλα. 2. άγαμη γυναίκα. 3. το στρογγυλό άνοιγμα της ίριδας του ματιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορῇ — κορέννυμι satiate fut ind mid 2nd sg (epic) κορέω satiate pres subj mp 2nd sg κορέω satiate pres ind mp 2nd sg κορέω satiate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόρη — Κόρα fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόρῃ — Κόρα fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώ — Κόρη του Νηλέα της Πύλου. Ήταν αφάνταστα όμορφη και την ερωτεύθηκε ο Βίας, αδελφός του μάντη Μελάμποδα. Ο Νηλέας όμως, για να του δώσει την κόρη του, ζήτησε να του φέρει πρώτα το κοπάδι του Ιφίκλου, πράγμα που κατόρθωσε να κάνει ο Μελάμπους,… … Dictionary of Greek
Φρονίμη — Κόρη του βασιλιά Ετέαρχου στον Αξό της Κρήτης. Ο Ετέαρχος έβαλε τον φίλο του έμπορο Θεμίσωνα, από τη Θήρα, να του ορκιστεί πως θα εκτελούσε οποιαδήποτε επιθυμία του. Έπειτα του ζήτησε να πάρει την κόρη του, που την είχε συκοφαντήσει στον πατέρα… … Dictionary of Greek
Χατσεψούτ — Κόρη του φαραώ Tούθμωση A’, που βασίλεψε στην Αίγυπτο ως φαραώ (18η δυναστεία). Ο Tούθμωσης B’, γιος του Tούθμωση A’ όχι από την επίσημη σύζυγό του, νομιμοποίησε την εξουσία του με τον γάμο τον οποίον έκανε με τη X., κόρη της επίσημης συζύγου του … Dictionary of Greek
κόραι — κόρη girl fem nom/voc pl (attic) κόρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)