-
1 Κριου
-
2 ακρατης
21) немощный(γῆρας Soph.)
τοῦ σώματος παρεθέντος ἀ. γενέσθαι Plut. — физически обессилеть;ἀ. ἐγένετο τῶν κεράτων τοῦ κριοῦ Luc. — (Гелла) не смогла удержаться за рога барана;ἀ. εἵργεσθαί τινος Plat. — неспособный удержаться от чего-л.2) неспособный совладать, невоздержный, неумеренный(τινος Aesch., Xen., Plat., Arst., Plut., πρός и περί τι Arst., Plut.)
3) несдержанный, разнузданный (sc. ἄνδρες Xen., Arst.: στόμα Arph.)4) непомерный, чрезмерный(δαπάνη Anth.)
-
3 βαθυμαλλος
-
4 δερμα
- ατος τό2) шкура, мех, руно(λέοντος Hom.; βοός Hom., Hes.; κριοῦ Pind.; δέρματα λύκων Arst., θηρίων Plut.)
περὴ τῷ δέρματι δεδοικέναι Arph. ирон. — дрожать за свою шкуру3) кожаный мех(ἄλφιτα ἐν δέρμασιν Hom.)
4) кожистый покров, кожица, оболочка, пленка(τῶν ἐντόμων, τῶν ὀφθαλμῶν Arst.)
5) скорлупа(χελώνης Arph., Luc.; ὀστρακῶδες Arst.)
-
5 νακος
(κριοῦ Her.; ν. ὑποστρωννύναι Plut.)
τὸ πάγχρυσον ν. Pind. — золотое руно
См. также в других словарях:
Κριοῦ — Κριός ram masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριοῦ — κρῑοῦ , κριός ram masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
CARAMBIS — Paphlagoniae, seu Galatiae promontor. magnum ad Septentrionem porrectum. Mela, l. 1. c. 19. Quorum (Paphlagonum scil.) in littoribus pene mediis promontorium est Carambis. Val. Flac. l. 4. v. 599. Quid tibi nubiferâ surgentem rupe Carambim? Idem … Hofmann J. Lexicon universale
CRIU-METOPON — i. e. Arietis frons. promontor. geminum. Unum Cretae in ora Australi ad Occidentem, Capao S. Iani Nigro, Capo Leone Pineto. Capo Crio; prope vicus est S. Giovanni de Capo Crio. Baudrand. Dionys. v. 87. Η῞τ᾿ εἰς ἅλα πουλὺ νένευκε Πὰρ ςθ᾿ ἱερην`… … Hofmann J. Lexicon universale
κριανός — κριανός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στο ζώδιο τού Κριού, αυτός που γεννήθηκε κάτω από το ζώδιο τού Κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κριός + κατάλ. ανός (πρβλ. σκορπι ανός)] … Dictionary of Greek
κριώ — κριῶ, όω (Α) [κριός] 1. αφιερώνω κάτι στο ζώδιο του Κριού 2. (ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὀ κεκριωμένον αυτό που έχει κατασκευαστεί με σχήμα Κριού … Dictionary of Greek
Άμμων — I Αιγυπτιακή θεότητα, το όνομα της οποίας σημαίνει ο κρυμμένος. Αρχικά ήταν ένας από τους οκτώ βασικούς θεούς που λάτρευε το ιερατείο της Ερμούπολης. Μετά τη μετατόπιση του κέντρου λατρείας του στις Θήβες, την εποχή της 11ης δυναστείας, και την… … Dictionary of Greek
Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
ХЕРСОНЕС — • Chersonēsus, ή Χερσόνησος, в аттическом диалекте Χερρόνησος. Так назывались следующие полуострова: 1. Фракийский X., Chersonësus Thracica, часто называвшийся просто X.; он простирался в юго западном направлении между… … Реальный словарь классических древностей