-
1 βαθυμαλλος
См. также в других словарях:
βαθύμαλλος — βαθύμαλλος, ον (Α) πυκνόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + μαλλος < μαλλός «μαλλί, τρίχωμα προβάτου» (πρβλ. δασύμαλλος)] … Dictionary of Greek
βαθύμαλλος — thick fleeced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύμαλλον — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem acc sg βαθύμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυμάλλους — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυμάλλων — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυμάλλῳ — βαθύμαλλος thick fleeced masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύμαλλα — βαθύμαλλος thick fleeced neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
εριαχθής — ἐριαχθής, ές (Α) αυτός που έχει βαρύ έριον, ο βαθύμαλλος ή ο πολύ βεβαρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) ή έριον + αχθής (< άχθος)] … Dictionary of Greek
εύειρος — εὔειρος και αττ. τ. εὔερος, ον (Α) αυτός που έχει καλό έριο, μαλλί, ο βαθύμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + είρος «μαλλί»] … Dictionary of Greek