Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κιμωλίᾳ

См. также в других словарях:

  • Κιμωλία — Κιμωλίᾱ , Κιμώλιος Cimolian earth fem nom/voc/acc dual Κιμωλίᾱ , Κιμώλιος Cimolian earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Κιμωλίᾱ , Κιμωλία Cimolian earth fem nom/voc/acc dual Κιμωλίᾱ , Κιμωλία Cimolian earth fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμωλίᾳ — Κιμωλίᾱͅ , Κιμώλιος Cimolian earth fem dat sg (attic doric aeolic) Κιμωλίαι , Κιμωλία Cimolian earth fem nom/voc pl Κιμωλίᾱͅ , Κιμωλία Cimolian earth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • κιμωλία — η τεμπεσίρι: Στον πίνακα γράφουμε με κιμωλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κιμώλια — Κιμώλιος Cimolian earth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμωλίας — Κιμωλίᾱς , Κιμώλιος Cimolian earth fem acc pl Κιμωλίᾱς , Κιμώλιος Cimolian earth fem gen sg (attic doric aeolic) Κιμωλίᾱς , Κιμωλία Cimolian earth fem acc pl Κιμωλίᾱς , Κιμωλία Cimolian earth fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κιμωλίαν — Κιμωλίᾱν , Κιμώλιος Cimolian earth fem acc sg (attic doric aeolic) Κιμωλίᾱν , Κιμωλία Cimolian earth fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρητίδα — η 1. ασβεστολιθικό λευκό ή πάρα πολύ ωχρό εύθρυπτο πέτρωμα, κν. κιμωλία 2. κοντύλι κατασκευασμένο από κιμωλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήτη «κιμωλία». Η λ., στον λόγιο τ. κρητίς, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού… …   Dictionary of Greek

  • Μπρεχτ, Μπέρτολτ — (Bertholt Brecht, Άουγκσμπουργκ 1898 – Βερολίνο 1956). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική και στην αρχή ήταν ένας ρομαντικός τύπος με έντονες αναρχικές τάσεις. Στο πρώτο του δράμα (Βάαλ), γραμμένο το 1918, συγκεντρώνει σ’ έναν… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»