-
1 tebeşir
κιμωλία -
2 craie
κιμωλία -
3 křída
κιμωλία -
4 chalk
κιμωλία -
5 kreda
κιμωλία -
6 мел
-
7 замелить
ρ.σ.μ. καλύπτω, αλείφω με κιμωλία•замелить стену αλείφω τον τοίχο με κιμωλία.
-
8 мелить
1. ρ.δ.μ. κάνω τι μικρό, μικραίνω•не мели так, пиши крупнее μη κάνεις τόσο μικρά γράμματα, γράφε μεγαλύτερα.
2. ρ.δ.μ. τρίβω με κιμωλία•мелить бильярдный кий τρίβω με κιμωλία τη στέκα του μπιλιάρδου.
-
9 меловой
επ.1. κρητιδικός, με κιμωλία-κρητιδούχος.2. κρητιδοειδής, άσπρος σαν κιμωλία.3. (γεωλ.) της κρητιδικής περιόδου.εκφρ.меловой период – η κρητιδική περίοδος. -
10 намелить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-меленный, βρ: -лен, -лена, -леюτρίβω με κιμωλία.λερώνομαι με κιμωλία. -
11 обмелить
-
12 мел
I.(белый известняк) η κιμωλία.II.(внесистемная единица высоты звука) η μονάδα ήχου μελ (mel).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мел
-
13 шнур
1. (плетёная верёвка) το σχοινί, ο σπάγγοςвос-пламенительный - το πυρείο, το φιτίλιгибкий - (тлф.) ελαστικό -уплотняющий маш. - στεγανοποίησης2. (электрический провод) το (ηλεκτρικό) καλώδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шнур
-
14 мел
мелм ἡ κιμωλία, τό τεμπεσίρι / ἡ ἀσ-βεστόσκονη, τό ἀσβεστόνερο (раствор для побелки). -
15 меловой
мелов||ойприл1. ἀπό κιμωλία, κρη-τιδικός:\меловойая бумага κολλητικός χάρτης·2. геол. κρητιδικός:\меловой период ἡ κρητι-δική περίοδος. -
16 chalk
[ o:k]1) (a white rock; a type of limestone.) ασβεστόλιθος2) ((a piece of) a chalk-like substance used for writing (especially on blackboards): a box of chalks.) κιμωλία•- chalky- chalkboard -
17 chalky
1) (of or like chalk: a chalky substance.) σαν κιμωλία2) (white or pale: Her face looked chalky.) ωχρός -
18 мел
[μιέλ] ουσ. α κιμωλία -
19 меловой
[μιελοβόί] εκ από κιμωλία -
20 мел
[μιέλ] ουσ α κιμωλία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κιμωλία — Κιμωλίᾱ , Κιμώλιος Cimolian earth fem nom/voc/acc dual Κιμωλίᾱ , Κιμώλιος Cimolian earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Κιμωλίᾱ , Κιμωλία Cimolian earth fem nom/voc/acc dual Κιμωλίᾱ , Κιμωλία Cimolian earth fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιμωλίᾳ — Κιμωλίᾱͅ , Κιμώλιος Cimolian earth fem dat sg (attic doric aeolic) Κιμωλίαι , Κιμωλία Cimolian earth fem nom/voc pl Κιμωλίᾱͅ , Κιμωλία Cimolian earth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιμωλία — Εύθρυπτο και πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, λευκού χρώματος. Διακρίνεται από τους ασβεστόλιθους γιατί είναι χαλαρά συνδεδεμένο. Αποτελεί θαλάσσιο ίζημα, που συνήθως αποτίθεται σε μικρά βάθη (έως 100 μ.) και καλείται επίσης κρητίδα. Αποτελείται… … Dictionary of Greek
κιμωλία — η τεμπεσίρι: Στον πίνακα γράφουμε με κιμωλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κιμώλια — Κιμώλιος Cimolian earth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιμωλίας — Κιμωλίᾱς , Κιμώλιος Cimolian earth fem acc pl Κιμωλίᾱς , Κιμώλιος Cimolian earth fem gen sg (attic doric aeolic) Κιμωλίᾱς , Κιμωλία Cimolian earth fem acc pl Κιμωλίᾱς , Κιμωλία Cimolian earth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κιμωλίαν — Κιμωλίᾱν , Κιμώλιος Cimolian earth fem acc sg (attic doric aeolic) Κιμωλίᾱν , Κιμωλία Cimolian earth fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρητίδα — η 1. ασβεστολιθικό λευκό ή πάρα πολύ ωχρό εύθρυπτο πέτρωμα, κν. κιμωλία 2. κοντύλι κατασκευασμένο από κιμωλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήτη «κιμωλία». Η λ., στον λόγιο τ. κρητίς, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού… … Dictionary of Greek
Μπρεχτ, Μπέρτολτ — (Bertholt Brecht, Άουγκσμπουργκ 1898 – Βερολίνο 1956). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική και στην αρχή ήταν ένας ρομαντικός τύπος με έντονες αναρχικές τάσεις. Στο πρώτο του δράμα (Βάαλ), γραμμένο το 1918, συγκεντρώνει σ’ έναν… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek