Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Καδμἶλος

См. также в других словарях:

  • Καδμῖλος — camillus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καδμίλος — Μυθολογικό πρόσωπο, ένας από τους Καβείρους. Σύμφωνα με τον Ακουσίλαο τον Αργείο, ήταν γιος της Καβειρούς και του Ήφαιστου και πατέρας των τριών Καβείρων, που απέκτησαν τρεις κόρες, τις Καβειρίδες. Σύμφωνα όμως με τον Διονυσόδωρο, ο Κ. ήταν το… …   Dictionary of Greek

  • Καδμῖλον — Καδμῖλος camillus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гермес — У этого термина существуют и другие значения, см. Гермес (значения). Гермес Гермес Бог тор …   Википедия

  • Меркурий (бог) — Гермес Гермес Бог торговли и воровства Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Меркурий Отец: Зевс Мать: Плеяда Майя …   Википедия

  • Меркурий (божество) — Гермес Гермес Бог торговли и воровства Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Меркурий Отец: Зевс Мать: Плеяда Майя …   Википедия

  • Меркурий (древнеримская мифология) — Гермес Гермес Бог торговли и воровства Мифология: Древнегреческая В иных культурах: Меркурий Отец: Зевс Мать: Плеяда Майя …   Википедия

  • Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… …   Dictionary of Greek

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

  • Σαμοθράκη — Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, ΝΔ των εκβολών του Έβρου, 24 μίλια περίπου από την Αλεξανδρούπολη. Ελλειψοειδούς σχήματος (22 χλμ., μέγιστο μήκος και 13 μέγιστο πλάτος) έχει έκταση 178 τ. χλμ., πληθυσμό 3.083 κατ., και αποτελεί διοικητικά… …   Dictionary of Greek

  • Καδμίλου — Καδμί̱λου , Καδμῖλος camillus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»