Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Θρᾳκίας

См. также в других словарях:

  • θρακιάς — ο (Α θρᾳκίας και θρακίας) [Θραξ] βόρειος άνεμος που πνέει από τη Θράκη αρχ. λίθος για τον οποίο πίστευαν ότι ανάβει όταν έλθει σε επαφή με το νερό …   Dictionary of Greek

  • Θρᾳκίας — Θρᾳκίᾱς , Θράκιος fem acc pl Θρᾳκίᾱς , Θράκιος fem gen sg (attic doric aeolic) Θρᾳκίᾱς , Θρᾴκιος fem acc pl Θρᾳκίᾱς , Θρᾴκιος fem gen sg (attic doric aeolic) Θρᾳκίᾱς , Θρᾳκίας masc acc pl Θρᾳκίᾱς , Θρᾳκίας masc nom sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρακιάς — ο βόρειος άνεμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θρακίας — Θρακίᾱς , Θράκιος fem acc pl Θρακίᾱς , Θράκιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θραικία — Θραικίᾱ , Θράκιος fem nom/voc/acc dual Θραικίᾱ , Θράκιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Θραικίᾱ , Θρᾴκιος fem nom/voc/acc dual Θραικίᾱ , Θρᾴκιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Θραικίᾱ , Θρᾳκίας masc nom/voc/acc dual Θρᾳκίας masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θρᾳκία — Θρᾳκίᾱ , Θράκιος fem nom/voc/acc dual Θρᾳκίᾱ , Θράκιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Θρᾳκίᾱ , Θρᾴκιος fem nom/voc/acc dual Θρᾳκίᾱ , Θρᾴκιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Θρᾳκίᾱ , Θρᾳκίας masc nom/voc/acc dual Θρᾳκίας masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Classical compass winds — The Tower of the Winds in Athens Classical compass winds refers to the naming and association of winds in Mediterranean classical antiquity (Ancient Greece and Rome) with the points of geographic direction and orientation. Ancient wind roses… …   Wikipedia

  • θρασκίας — θρασκίας, ὁ (Α) ο θρακίας, άνεμος που πνέει από τη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος και δυσερμήνευτος τ. τού θρᾳκίας*, χωρίς να είναι γνωστό ποιος είναι ο αρχικός] …   Dictionary of Greek

  • κέρκιος — κέρκιος, ὁ (Α) μσν. σφοδρός άνεμος που πνέει βορειοδυτικά αρχ. άνεμος θρασκίας* ή θρακίας*, κν. θρακιάς*, που πνέει από τη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cercius] …   Dictionary of Greek

  • Θραικίαν — Θραικίᾱν , Θράκιος fem acc sg (attic doric aeolic) Θραικίᾱν , Θρᾴκιος fem acc sg (attic doric aeolic) Θραικίᾱν , Θρᾳκίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) Θρᾳκίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θραικίας — Θραικίᾱς , Θράκιος fem acc pl Θραικίᾱς , Θράκιος fem gen sg (attic doric aeolic) Θραικίᾱς , Θρᾴκιος fem acc pl Θραικίᾱς , Θρᾴκιος fem gen sg (attic doric aeolic) Θραικίᾱς , Θρᾳκίας masc acc pl Θραικίᾱς , Θρᾳκίας masc nom sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»