-
1 θρασκικά
θρασκικόςthe wind from NNW.neut nom /voc /acc plθρασκικά̱, θρασκικόςthe wind from NNW.fem nom /voc /acc dualθρασκικά̱, θρασκικόςthe wind from NNW.fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 Θρασκίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θρασκίας
См. также в других словарях:
θρασκικός — θρασκικός, ή, όν (Α) [θρασκίας] (για παράθυρα) αυτός που είναι στραμμένος προς τον θρασκία … Dictionary of Greek
θρασκικά — θρασκικός the wind from NNW. neut nom/voc/acc pl θρασκικά̱ , θρασκικός the wind from NNW. fem nom/voc/acc dual θρασκικά̱ , θρασκικός the wind from NNW. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)