Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Ζωστήριος

См. также в других словарях:

  • ζωστήριος — ζωστήριος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ζωστήρα, ακρωτήριο τής Αττικής 2. (το θηλ. ως προσωνυμία) Ζωστηρία επίθετο τής θεάς Αθηνάς 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζωστήριον ο ζωστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τις σημ. 1 και 2 < Ζωστήρ με τη σημ …   Dictionary of Greek

  • Ζωστήριος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστηρίων — Ζωστήριος of fem gen pl Ζωστήριος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστήριον — Ζωστήριος of masc acc sg Ζωστήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστηρίου — Ζωστήριος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστηρίῳ — Ζωστήριος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστηρία — Ζωστηρίᾱ , Ζωστήριος of fem nom/voc/acc dual Ζωστηρίᾱ , Ζωστήριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωστηρίας — Ζωστηρίᾱς , Ζωστήριος of fem acc pl Ζωστηρίᾱς , Ζωστήριος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Zosterivs — ZOSTERIVS, i, Gr. Ζωστήριος, ου, ein Beynamen des Apollo, welchen er von dem Orte Zoster, in Attika, hatte, woselbst ihm, der Latona und der Diana insonderheit, die Fischer zu opfern pflegten. Der Ort Zoster aber hatte den Namen von Ζωστὴρ, ein… …   Gründliches mythologisches Lexikon

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»